Monday, March 13, 2017

(-) ανάδραση

Μεγγένη που στρίβεις κορμιά, αδειάζεις τον ήχο του κόσμου
μέσα σε μια τόση δα επιφάνεια καρφίτσας που διαπερνάει
μεμβράνες και ιστούς και σχισμές γκρίζες

με λεπιδόπτερα που πλέουν σε συνθήκες κενού αέρος
και δίνες που ήρεμα και ανοδικά αγκαλιάζουν λαιμούς
σε μάζες ατελέσφορων προσπαθειών για αρχή

ή για τέλος και ηρεμία με προτροπές για αυστηρότερη κρίση
στη θέση κάθε νέας κυκλικής διαδρομής, πεδίου, αντιρροπής·
ομιλίας, υποχρέωσης, αντιανάσας, επιτέλεσης φύλου, αγωγής

σαν κύματα αρνείσαι να υποχωρήσεις από τις πιο άδειες των θέσεων
μένεις, σε βηματισμούς από κέντρα αλλαγής συνειδήσεων
και στα κελιά με τις πιο μικρές διαστάσεις:

ελευθέρωσέ με από την έκταση των άσαρκων μυών σου.

Monday, May 25, 2015

Θερινό ______

Ήταν Μάϊος και η ύπαρξη ενέδιδε σε κόκκινες αρρυθμίες και ενοχικά διαλείμματα. Με ξημερώματα ζεστά και άηχα και ξεχασμένα. Με φορέματα και χέρια που αγγίζουν με καύλα και βρεγμένα και με χαζές γκρίνιες. Μου λείπεις όπως μου λείπουν σκιές, ολογράμματα από το παρελθόν, θαμμένα φιλιά σε άμμο και ήμεροι ύπνοι δέρματος και καλοκαιριού. Όπως μου λείπει η λέξη "αυτή". Με ένα κενό στο στέρνο και ένα χαμόγελο κουρασμένο και μεταλλική ζεστή γεύση στο στόμα.

Και σε ορίζοντες μακρινούς κάπου χάνω και κάπου ξαναβρίσκω το αρχέτυπο του Εσύ. Με κεφάλι γεμάτο μελαγχολία και απουσία και χρόνια με ανάγκη για ζεστό ρέμβασμα σε ξύλινα σπίτια και ξεχασμένες υποχρεώσεις μιας άλλης μέρας και μυρωδιά πεύκου. Είναι όπως το να κρατάς ένα απόκομμα μιας φωτογραφίας που κοιμάσαι σε ένα κρεβάτι που κάποτε σε χώραγε ολόκληρο και τώρα σε σφίγγει στην καρδιά και στο στομάχι το οτι δεν σε χωράει - και ας ξέρεις οτι είναι επειδή μεγαλώνεις. Και ας ξέρεις οτι είναι επειδή το κρεβάτι σου σε φέρνει σε καινούρια ξυπνήματα και σε μέρη που δεν ήξερες ποτέ οτι θα πας.
Και σε ορίζοντες μακρινούς είναι που κάπου χάνω και κάπου ξαναβρίσκω το αρχέτυπο του Εγώ.


Monday, March 9, 2015

Λωτ

Β'

Σεληνιάζομαι/η απόρρητη θλίψη με φέρνει στον τοίχο/με κολλάει σαν εύπλαστος σπάγγος/με λυγίζει σαν αέναος ίσκιος/δεν με θες και δεν θέλω και δεν θα το βρεις, κόψε τώρα τις μαλακίες, ορθά σκεπτόμενος σκέφτηκες ποτέ τίποτα καλό? Αχόρταγες είναι οι τύψεις, άπειρη και η ψυχή μου για να φάνε, είναι διάφανες οι λέξεις αυτή τη φορά, έτσι δεν είναι?

Δεν είναι παρομοίωση, δεν είναι παραβολή. Κάτι με τρώει με ρυθμούς φθαρμένου σάπιου ήχου - σαν ήχος σφαίρας ή αναλγητικού που βυθίζεται σε νερό. Πρεσβευτές μιας νέας ημέρας, αρνητές του μεταιχμίου μεταξύ δύο σπασμένων σειρών. Στον βωμό τεσσάρων αρουραίων καταπίνω βρώμικο νερό και αδειάζω με τη μία από πόνους.

Σπάραζα σε ρυθμούς προκατειλημμένου ζ , θελήματα πολλαπλά και εσκεμμένα σε έναν τοίχο. Πλάθω χάντρες με μακιγιάζ από χαλύβδυνες σφαιρικές κατασκευές, απορροφώ μόνο ένα μήκος οχυρού σε ευθεία φόρτιση βλέμματος μαύρου. Και σε γράμματα μου απαντάς με κατάρες χωρίς να τις προφέρεις ή λες, απλά από τα άρθρα σου καταλαβαίνω οτι με πνίγεις υποσυνείδητα. Και εγώ αφήνομαι και φαντασιώνομαι τα σημάδια σε λαιμούς πνιγμένους, σώματα να κολυμπάνε άψυχα σε νερά αλλοιωμένα από φόβο και περάσματα θηλέων. Οι φίλοι σου σε έριξαν μέσα σε γλώσσες ημίρυθμες. Αφήνομαι σε αστρικό τοπίο με γνώσεις που δεν θέλω από εγωισμό και αφοσίωση.

Ρεξ στο στόμα του ηλίου. Ρεξ - το στόμα του ήλιου. Έθεσες μια γραμμή την οποία δεν μπορώ να ακολουθήσω παρά μόνο πάνω σε φωνητικές χορδές που φτάνουν σε ένα φωτεινό απειρικό σημείο, θανάτου. Δεν ξέρω για σημάδι τίποτα παρά τρίξιμο και σιωπή - η τύφλωση προς αυτό που έρχεται. Δεν βλέπω καλά την αντανάκλαση από το αισθητήριο της αφής, καταβρόχθισα μόνο ανάσες σε ερμητικά πλαίσια αμνού και σε ανοιχτές παλάμες με εξέχουσα ντροπή. Τις κλείνω και μετράω σκυμμένος και μικρός.

Αναπυρήνωση, αναδιόρθωση, αναζήτηση. Αναδόμηση και ευκολία, αναζήτηση και πυρπολία, αμφιβολία τηρείται παρά μόνο για αμφήβεια με μικρές διαδρομές σύγχυσης.

Μ'

1 + 2 τρία και 1 + 3 έψιλον, τα αιματώματα δεν είναι λύση ούτε δικαιολογία σε παραμύθια. Να πας να γαμηθείς που θα μου πεις για τη σβέση, η θέση των αστεριών στον ορίζοντα δεν σχετίζεται με περγαμηνές ηλίου και σελήνης και ανεκδότων λειτουργικών συστημάτων φακέλου. Εξέχοντα αραμαϊκά θέματα ξετυλίγονται σαν apartheid σε θέματα πολιτισμού και πάθους, εκλογίκευσης και αρχής. Σήματα συνόλων, συνταιριαζόμενοι καθρέφτες σε μαθήματα αϋπνίας παίζουν πολλά παιχνίδια. Η λαγνεία δεν κρύβεται πουθενά αλλού παρά στο στήθος σου και στα πόδια, πιάνω κάτω από φούστα και κρύβεται μονάχα το σύμπαν.
 Έχιδνα.
 Και έπειτα γλύφω και γλείφω.

Β', Τ', Θ'

Αμφιβάλλω και οριοθετώ, δεν θες να οριοθετήσεις, αυτό θα σήμαινε τον θάνατό σου σε αυτή τη Γη. Δίνεις καλημέρα σε αγίους και ύστερα πηδιέσαι με την ερωμένη σου. Τι δεν κατάλαβες - δεν θέλω να καταλάβεις, δεν θες να οριοποιήσεις. Και καλά κάνεις. Θα το καταλάβεις μόνο στο τέλος τι εννοώ και τι πετυχαίνω, είμαι ένας μπάσταρδος θρήνος από την κοιλιά μιας μάνας χωρίς πρόσωπο και βροχές. Υγρές στέκουν στα πετράδια σου, υγρές και στη λογική και στη θύμισή σου. Αέναες, φωτεινές αλλά άρρωστα και άμετρα, και απαίσια και παντοδύναμα. Κουκουλώνομαι από τον φόβο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Σε αέναες πληγές φέρνεις αέναη ευτυχία. Θάψε σε παραλία που κοχλάζει ερωτευμένους δύο ορυκτά σπάνια. Και με το χέρι ψελλίζοντας σφραγίδες και ατροπούς, σχεδιάζεις μνήματα σε συστήματα άθικτα.
Βρέθηκα στο τελευταίο μονοπάτι μου:
Συμπληγάδες που φέρνουν χαραγμένο το όνομά σου, Λωτ το κλειδί για τη μνήμη των καταραμένων.




































Sunday, June 22, 2014

άτιτλο
























 

Σε πόσες θλίψεις και σε πόσες εορτές 
Δύο καλοκαίρια -
αλλά είναι τόσα καλοκαίρια μετά. 

Κατόπιν εορτής· κατόπιν λήθης
εισχωρείς
κι έρχεσαι - δύο καλοκαίρια μετά

Και οι διαταγές είναι διαταγές,
ποτέ δεν μπόρεσα να σου πω όχι
Ποτέ δεν με διέταξες
αλλά εγώ διαταγές περιμένω ξανά

~

Είμαι σάπιος, είμαι πανέμορφος
και λάμπω
είμαι ό,τι ./ έχω υπάρξει μαζί                                              σου

ή μόνος μου, παραπατάω και 
τρέχω
σε μια ολόισια γραμμή

Κάπου στο δρόμο γονάτισα
και προσκύνησα
έρραψα τη διαίσθησή μου 

για μια άλλη διαδρομή
τυφλή
για εμπιστοσύνη ανίκανη 

αλλά εγώ έγλυφα το πάτωμα
με χαρά
και έπειτα πάλι χαμογελούσα 

ξέρεις με ποιό χαμόγελο,
το τεράστιο
αυτό που καταπίνω φως



Δεν το έδιωξες - το συμπαθούσες,
βέβαια,
σε μια απόσταση προσεκτική

Αυτή που δεν μπήκε ποτέ
στο δικό μου καλούπι
Που δεν άγγιξε ποτέ τη δικιά μου τη γη
Που καταβρόχθισε χρόνο για να
δέσεις εσύ περιλαίμιο

σε ένα τέρμα
σε ένα σφυρί
σε ένα κακοσμιλεμένο "εκεί"
και ξεκίνημα

Σε λάθος μέρη
σε λάθος χρόνο
σε λάθος εποχή



Αδικώ, βέβαια, εσένα
και εμένα
περιγράφοντας τα έτσι

Τίποτα δεν ήταν έτσι ακριβώς
ούτε είναι
αλλά δεν αλλάζει την υπόθεση

την ένταση την απόσταση την αφωνία
εγωιστική και γεμάτη
αμφιβολία και ψυχοφθόρα σκυψίματα

μικρές ήττες σε ένα τεράστιο πεδίο, πεδιάδα
που πέθαναν όλες 
οι μικρές προσδοκίες σαν σε μεγάλη ξεχασμένη μάχη:

ό,τι θα έλεγα, ό,τι θα λάμβανα
ό,τι θα φίλαγα και θα αγκάλιαζα
οτι θα ευχόμουν και θα έκλεινα μάτια
για πάντα για όσο θα άξιζε και θα ήμουν
η ευτυχία μέσα σε αυτό όλο χωρίς κανένα υπαρκτό όριο
σαν να μην υπάρχει μέρα και νύχτα και να μη χρειάζεται να τις διαχωρίσει κανείς, 
ποτέ

Τι δεν καταλαβαίνεις και τι δεν κατάλαβες?

~

Αδειάζω σε τρεις ευτυχίες μνήμες και αδικώ
με αγάπη
και μιλάω με σπασμένα γδαρμένα βιτρό

και δώδεκα χαμένα φωτοστέφανα σε καιρό
διάφανο και μικρό
και δεν ξέρω τι να σκεφτώ ή τι να νιώσω μερικές φορές

Γιατί είσαι ακόμα εκεί σε τριάντα δάχτυλα
και ίσα με πενήντα ήχους
και τραγουδάς χωρίς ποτέ να σε άκουσα

Σε πόσα βράδια και σε πόσες φορές
Δύο καλοκαίρια -
αλλά είναι τόσα καλοκαίρια μετά.







picture credit: http://stmarysartcenter.org/event/abstract-painting-workshop-with-francheskaa/


Monday, December 23, 2013

Μικρή οριακή απώλεια ταυτότητας

Και έτσι ξεκινάει. Ή έτσι νόμιζα.

Το ανυψωμένο από εμένα Αρχέτυπο στέκει, ερημωμένο και αποκαλυπτικό σε ένα κυκλικό δάπεδο. Ορθώνεται μπροστά μου, μονολιθικό, τεράστιο, αναγκαστικό, από όποια γωνία και αν σταθώ, όπου και αν κρυφτώ ή χαθώ. Σέρνοντάς με σε άχρονα περάσματα εμμονής. [Θορύβου στην καρδιά και τεμαχισμένων υλικών αρχής.] Σε θυσίες τόσων μικρών θεών. Σε σκυμμένα στόματα άηχων τοπίων. Με ζήλεια και ταπεινωμένη παραίτηση, μετράω με γενέθλια όχι δικά μου την κάθε εβδομάδα και την κάθε πορεία που δεν επιστρέφεται. Και κοιτάζω σαν παιδί στο πίσω τζάμι τον δρόμο που φεύγει πίσω μου, και όλα όσα με παρατάνε από αυτόν. Και με οδηγό ένα κενό, συνεχίζω με ταχύτητα σε μια αμείλικτη ευθεία, σε μια ρηχή έρημο. Και σιγά σιγά, άηχα και υπόγεια, όλα γίνονται διάφανα, άδεια από περιεχόμενο.

Τότε κοιτάω μέσα από οπτικό πεδίο σώματος που κινείται μόνο του. Και για λίγο νοιώθω ή θέλω να μην υπάρχω, παρά μόνο μέσα από τις κινήσεις μου. Οι κινήσεις μου είναι εγώ. Τα αντικείμενα που κρατώ είμαι εγώ. Η νότα που παίζω λυγισμένος είμαι εγώ. Οι ήχοι που μεταφέρονται από τα βήματά μου είμαι εγώ. Η διαδρομή που εκτέλεσα χωρίς λόγο για ν-οστή φορά είμαι εγώ. Η φωνή και τα λόγια που σε θυμούνται είμαι εγώ. Και από πίσω τους τίποτα. Σαν να άφησα ένα σώμα πίσω μόνο του. Σαν να μπήκα σε μια κρυφή καταπακτή του κόσμου, να κρύφτηκα εκεί από τα κακά όνειρα και τη φθορά του παγωμένου πρωινού σηκώματος.























Και αυτή τη στιγμή υπάρχω μόνο ως δύο ασώματα μάτια στο δωμάτιο που κοιμάσαι, κοιτάζοντας με ζήλεια.

Sunday, September 22, 2013

φορές

Υπάρχω πάνω σε έναν ωκεανό πλατύ όσο το φως. Αμίλητο όσο τα ξημερώματα. Αρχαίο όσο τα χρόνια πολλών ζωών. Και βαθειά, κάτω από τόνους υγρής σιγής κοιμούνται νωχελικά οι αναμνήσεις από καλοκαίρια ανακατωμένα με καλοκαίρια. Και πεισματικά αλλάζουνε πλευρό, αναδύοντας ξεχασμένη σκόνη από τον πυθμένα, αναδεύοντας λάσπη με ακτίνες φωτός και χρώματα αλμυρών ημερών, γλυκών οσμών, λυγισμένων σωμάτων.

Οι ίδιες εμμονικές μελωδίες θα τρέξουν να αναδιπλωθούν σε πυκνότητες άυλες και με μάζα πολλαπλάσια του βάρους τους. Θα καλύψουν τις σκιές που σήκωσε ο ανήσυχος ύπνος, θα μείνουν εκεί μέχρι να τα διώξει ο ίδιος ο κορεσμός τους. Και με ξύπνημα χειμώνα θα μου θυμίσουν αυτά που χάνω και που με κάνουν να σφίξω τα νύχια μου στο δέρμα, τα δόντια στη γνάθο, το κεφάλι στο αιωρούμενο τίποτα από πάνω μου.

Και απλώνοντας το χέρι να αγγίξω το κενό θα λάβω την ίδια απάντηση που έλαβα και κάθε φορά που προσευχήθηκα με άδεια χέρια και κενό στην καρδιά.



Δεν έχει αρχή. Δεν έχει τέλος. Δεν έχει ευτελή όραση ή κάποιο γλυκό ανάθεμα για χαμένους στην ομίχλη. Δεν έχει λύση για κλειστή όραση και για στέμματα χωρίς αλήθεια και αποδοχή. Δεν υπάρχει κάθαρση για όσους την ψάχνουν ως αναλγητικό.

Απλά. Είναι.


Και βαθειά, κάτω από τόνους υγρής σιγής οι αναμνήσεις συνεχίζουν να αλλάζουν πλευρό όσο δεν κοιτάω.




























Photo by: www.eugenijusb.com

Friday, June 28, 2013

έξοδος

Καμία έξοδος. Κανένας ρυθμός. Κανένα ξεραμένο φύλλο για ενθύμιο. Καμία ένδοξη αγκαλιά ή αιωρούμενη στον ήλιο μάζα.

Διώχνω μια επιφάνεια που κάποτε μου έκοβε τα πόδια από τον φόβο και αρθρώνω μικρές συλλαβές με νερωμένο στόμα και τα χέρια πια ελεύθερα, πιο εύκαμπτα, σε τσέπες ραμμένες καιρό πριν - που αντέχουν.

Και με ανακλάσεις ηλίου στο κεφάλι και μια προσευχή μόνο για μένα ξεκινώ να αποχαιρετώ. Δεν έχω βάρος, ούτε λυγισμένα γόνατα σε τόπους που δεν με περίμεναν. Αλληλέγγυος ενός μεγάλου χαμένου μίσους, αρπάζω μια κλίμακα που περιγράφει πτώσεις. Τη μοιράζομαι προσεκτικά.

Ένα δάσος σε ζωντανά ποτάμια, μια ευγενής ατέλεια - προσθήκη σε έναν ατελείωτο πίνακα, η παρατήρηση του φεγγαριού και κεχριμπαρένιοι κύκλοι σε χρώματα αέρα και χλωρίδας. Ανακαλλώ ουκ ολίγους ταξιδιώτες που χάθηκαν στην πυρά και αντικρύζω πόσιμες πηγές από βλέμματα. Βλέμματα αγάπης και βλέμματα βίας, βλέμματα χωρίς όνομα και βλέμματα λατρείας, καθαρτήρια στην ένταση, ευγενικά σε ποιότητα, άπειρης συγκέντρωσης σε πυκνότητα.

Και πάντα στο σωστό μέρος, στη σωστή ώρα και εποχή με περιμένει. Rendezvous με κάτι που με παίρνει μακριά - μόνο που αυτή τη φορά κοιτάω πίσω. Και τολμώ να ανακαλέσω. Να χωρέσω σε σώμα. Ή να θυμώσω και να εξορίσω.

Αφήνω τον ουρανό να κατέβει. Λύνομαι και ανεβαίνω. Θα μου λείψεις.






Sunday, May 12, 2013

σιγή

Μαγικές φράσεις που σε κινούν στα κρυμμένα σου νήματα. Που σε φέρνουν από εδώ μέχρι το τελευταίο σου Άβατον. Από τη Γρενάδα μέχρι την Πάρο. Από τη γραμμή του ορίζοντα στον μόλο μέχρι τις πιο μακρινές ακτές της Δανίας. Από τις πιο παλιές γραμμές της ασφάλτου μέχρι την ασυλία του Ερμιτάζ. Από την προσευχή μέχρι τη συγχώρεση μιας αλήθειας.

Σκύβω Μνήμες που καταστρώνουν σχέδια καθε πρωί σε δικά σου ξυπνήματα. Και ανακατεύονται με τις πιθανές εκβάσεις μιας μακρινής εκστρατείας απ' την οποία οι λεγεωνάριοι δεν επέστρεψαν ποτέ. Ο Σεπτέμβρης που δεν ήρθε σε μια ολόκληρη ζωή και το μίσος του Φεβρουαρίου που σκέπασε τους δρόμους σου σαν χιόνι. Βλέπεις, αναπνέω ακόμα τα θραύσματα από τον ερχομό της άνοιξης. Σαν αέρας που δεν εισχώρησε θέλω να λυγίσω την ψυχή μου μαζί με την καμπή του σώματος και να μετανιώσω τα εκατό μου γιατί.
Παραμένω ανάμεσα σε νίκες άψυχες και εκπνέω από υποχρέωση όσους υδρατμούς φέρνουν.

Δεν σκοπεύω να επαναλάβω τα ίδια. Υποφέρω από νωχελικά ξημερώματα με τίποτα μέσα. Και από επιστροφές χωρίς προσμονή. Δεν υπάρχει αποχώρηση χωρίς μεταλλική γεύση στο στόμα εδώ και τριετίες μεγάλες και νωθρές. Γεννηθήκαμε με ασθματικά, τρεμάμενα φώτα από έρωτα στην υπόφυσή μας - εγώ όμως ακόμα παρακαλάω για ένα κομμάτι καθαρότητας. Για την αφαίρεση μιας απουσίας μεγαλύτερης από μας. Για την έκτη αίσθηση σε κλειστά μάτια και κλειστές καρδιές. Για την άφεση από τα θαμμένα από μας πτώματα που προσεκτικά είχαμε αφήσει στη λήθη. Για τρεις προθανάτιες ευχές μακριά από θέατρα νεκροποιών τελετών.


Θέλω να νιώθω μερικές φορές την ψυχή μου ανίατη. Και να την αφήσω να κατασπαραχτεί από την αδράνειά μου ενώ την κοιτάω να φλέγεται.



Και όλα αυτά μου αφήνουν ένα τέτοιο κενό από νεκρές εποχές και σκάφανδρα από τόσους ανήσυχους ύπνους που θέλω μόνο να βρω μια γωνία που να με χωράει με τα γόνατα λυγισμένα και να κοιμηθώ χωρίς όνειρα.


Friday, November 16, 2012

δυοεντεκα

Μέσα στο σώμα μου έχω κεραυνούς και μέσα στο μυαλό μου έχει στεγνώσει μια ημέρα. Στα χέρια μου μετράω τις άκρες των δαχτύλων μου. Ποιές είναι πιο σκληρές, ποιές είναι πιο εύκαμπτες και πιο εύθραυστες. Ύστερα αποξηραίνω την αίσθηση για να το θυμάμαι σαν φως. Και μαζί ξεβράζω εικόνες από ένα υπέροχο πάρκο μια τέλεια μέρα του Μαΐου, μια φορά που δεν ήθελα να σηκωθώ από το κρεβάτι γιατί μύριζα δέρμα, μια μέρα που ξεροκατάπια λόγια, θυμάμαι και απογυμνώνω εκείνες τις λεπτές κινήσεις για το ξύπνημα, με τη σπονδυλική στήλη να πετάγεται σαν ένα υπέροχα άσχημο εξόγκωμα.

----------------
Η νύχτα δεν αφήνει επιζώντες. Είναι ο δεύτερος γύρος των πεσόντων στα πόδια της - και αδυσώπυτα ενδέχεται να σβήσουν όλοι σαν φωτιά. Σαν ύπνος στον πάτο της θάλασσας - παρέα με την τύχη των πολλαπλών. Σαν να σιώπησαν ταυτόχρονα όλες οι υπόγειες στοές και να έμεινε χωρίς αλογόνο η μάσκα μου. Σαν εκπνοή χιλίων κυμάτων από τις θέσεις ηρεμίας τους. Ο υποφωτισμός του ύπνου. Ο εκφυλισμός των αναζητήσεων δεν προλαβαίνει να διασωθεί όταν οι άνθρωποι γύρω κρατάνε υψίσυχνα μεταλλικά γρατζουνίσματα. Μονά, ζυγά, αυτό που έχει σημασία είναι η δήλωση πως δεν θα καταφέρεις και η αλήθεια πως δεν διέσχισες κενά. Ρίχνεις ζάρι και η αναδήλωση ενός όντος μετατοπίζεται λίγο δεξιά από το σημείο συναρμολόγησης. Ο ήχος ανακλά σε επιφάνειες κυλινδρικές, και αφού ανασάνει ξαναβυθίζεται σε τεράστια κρύα δωμάτια. Κατεβαίνουν τόσο αργά που η ανάσα μου παγώνει όταν πλησιάζουμε. Και μόνο τότε αντικρύζω το σημερινό μου γεύμα που θα κατασπαράξω: Είναι η προβολή που κάνουμε όταν μας παίρνουν με χειρουργικά αιχμηρά αντικείμενα κάτι που μας ανήκε μέσα μας. Και τότε μόνο ξεσπώ σε κλάματα.
----------------------

Μετράω απόκοσμα βλέμματα. Μετράω λυπηρούς ρυθμούς από τρομπέτες. Μετράω τις φορές που δεν έκανα αυτό που υποσχέθηκα και μετράω αυτές που με διαπέρασε ήλιος. Μετράω τις φορές που ζήτησα εγώ συγνώμη για άλλους, μετράω τις φορές που άφησα το νερό να με τυλίξει ολόκληρο και να με κατευνάσει με μια αγκαλιά.

Μετρώ την απόσταση του φεγγαριού από σένα, μετρώ την απόστασή μου από τη γη όταν αιωρούμαι, μετρώ την άσχημη, πικρή συνοχή των ήχων που βγάζουν τα δόντια μου όταν μετράω τη θέληση για να ζήσω. Μετράω την απουσία και μετράω τις παρουσίες που δεν ικανοποιούν. Μετράω την αγάπη. Μετράω υψίπεδα στο μητρικό μου ένστικτο και μετράω κοιλάδες σε χαράδρες αιώνων.

Μετράω τα σύννεφα που είδα μικρός να περνάνε από το παράθυρο χωρίς να κάνω τα μαθήματά μου. Μετράω πού είσαι εσύ. Μετράω πόσα "εσύ". Μετράω ηθική στραβωμένου εγωισμού, φυλλοβόρα αρνούμαι, μετράω πόσες λέξεις ακόμα χωράω για να γράφω. Μετράω καταιγίδες. Μετράω στάχτη και αναμνήσεις που έγιναν παρανάλωμα. Μετράω ουρανό και μετράω αγάπη για τον κόσμο. Μετράω τις φορές που έμεινα χωρίς να προλάβω να πω τα πάντα. Μετράω τις φορές που έμεινα σιωπηλός. Μετράω 24 χρόνια που μισά θυμάμαι οτι έγιναν. Μετράω ξεχασμένους φίλους και αποχαιρετισμούς. Μετράω αγκαλιές που δεν έγιναν. Και μετράω τα φιλιά τα οποία ήθελα ακόμα να σου δώσω.



Και χρειάζομαι δάχτυλα πολλά γαμώτο.

Thursday, October 18, 2012

απώλεια

Άγραφο. Πνίγομαι από την ησυχία και την αφωνία μου. Ζητάω και δεν μου επιτρέπεται. Δίνω και δεν μου επιστρέφεται. Ανυπομονώ και ρίχνομαι πίσω σε λάκκο με εμένα μέσα. Και ακολουθώ τα ίδια μου τα βήματα σκύβοντας ηττημένος. Λυγίζω την πλάτη μου άμορφα, έτσι που φαίνονται τα κόκκαλά μου. Και ανοίγω το στόμα μου για να αναρριχηθώ σε ουρανούς που μου φαίνονται άπιαστοι. Και όταν πάω να μιλήσω μιλάει κάποιος άλλος για μένα.

Μακριά στον ορίζοντα αγναντεύω θραύσματα από θα ήθελα και ευχές για μακρινές όμορφες μέρες σε μακρινές εποχές. Δραπετεύω από τη νεκρική σιωπή ενός τεράστιου περιβλήματος για να φτάσω σε ένα πουθενά. Και, ορθώμενος στην άβυσσο κοιτάω να κρύψω ό,τι όμορφο μου έμεινε στις μέσα τσέπες του παλτού που ποτέ δεν έχασα. Αυτό που μου ζητάνε να βγάλω.

Ηττημένος σε ρυθμούς που σφυροκοπάνε την ψυχή μου, λυγίζω και σηκώνω το χέρια μου παρακαλώντας. Ποιός θα με κάψει ζωντανό? Ποιός θα με θάψει αφού καώ και ποιός θα με χαϊδέψει στο μέτωπο? Ποιός θα με σκεπάσει με απαλή κουβέρτα για όνειρα χωρίς δόντια που ξεσκίζουν?

Ποιόν θα πάω στο δικό μου δωμάτιο?

Πνιγμένος στην ησυχία και την αφωνία μου, πίνω από νερά που δεν γνωρίζω αναμνήσεις και όνειρα. Ξεχασμένες εικόνες τρυφερότητας. Ψάχνοντας από πού να κρατηθώ βρίσκω μόνο ανήλεα ρεύματα. Και πλευρικές ματιές. Ποιός θα μπορούσε να είναι τόσο σκληρός? Ψάχνω από πού να ανοίξω τα πλευρά μου· θέλω να μπει ήλιος και να φύγει φόβος.


Είμαι χαμένος.

"Stalker" by Andrei Tarkovsky, 1979. click.
"Nobody believes; not only these two. Whom shall I take there? Oh Lord. And the most terrible thing is that nobody needs that - no one needs this room; and all my efforts are in vain."