Wednesday, February 11, 2009

Skrik/Ανείπω(π)το

Στις ερεβώδεις μου ώρες παίρνουν φωτιά βαθειά θαμμένα αληθινά ψέματα, διατηρημένα στην διάφανη και εύφλεκτή τους φορμόλη. Και εγώ τυφλός ανάμεσα σε τυφλούς, αρνούμαι να τα αφήσω να φαίνονται μπροστά μου και τα ποδοπατώ, μέχρι να σβήσουν*, παίρνοντας μαζί τους φρέσκο χώμα απο αυτό που βρίσκω να πατήσω προχωρώντας, καίγοντας σχοινιά που με κρατάνε στα λογικά μου και με στηρίζουν όταν η βαρύτητα πάρει άλλη φορά. Ή μέχρι να ματώσουν τα πόδια μου, μαυρίσει το δέρμα μου και εξατμιστεί όλος ο κρύος ιδρώτας που με γλύφει όταν ουρλιάζουν γελώντας λύκοι μέσα μου.

(*Ποτέ δεν σβήνουν οριστικά. Σιγοκαίνε σε μπορεί και μήπως, σε φόβους και γλώσσες που γλύφουν ανατριχιαστικά και δηλητηριασμένα, και όλοι εμείς οι τυφλοί χορεύουμε στα κάρβουνα ενώ οι λύκοι γύρω βλέπουν και γελούν ουρλιάζοντας μανιασμένα)

Ανασαίνω βαριά, και μου έρχεται να βυθίσω τα χέρια στην πλάτη μου και να ανοίξω το δέρμα μου στα δύο και να φανερώσω ό,τι είναι απο κάτω, να το αγγίξω και να το απογυμνώσω απο την κάλυψη του καμπυλωμένου και σιωπηλού σώματός μου. Οι πιο φάλτσες και λάθος μελωδίες γεμίζουν τον αέρα που καταναλώνω, απλώνοντας αναθυμιάσεις. Ψεύτες μου επαναλαμβάνουν χωρίς σταματημό δηλητηριώδεις υπενθυμίσεις μέσα απο φρενήρεις αρθρώσεις, άρθρα και συριγμούς.

Τα σταματημένα μου αντίο επιταχύνουν μετά απο πολύ καιρό και κάνουν λανθάνουσα πορεία σε χλωμές νύχτες απο λιωμένο σίδερο που έκαψε χωράφια και σάρκα στο πέρασμά του. Ορυχεία φυλάνε τα άσπρα μου μυστικά και λουλούδια ανθισμένα ανάμεσα απο κλωστές και απαλά υφάσματα (βελούδο) που μιλάνε ανύψωση και αρχέγονα σχήματα αφύπνισης.
Ανοίγω τα μάτια μου αλλά βρίσκομαι για λίγο ακόμα στον εφιάλτη. Λυγμοί μέσα απο τα βαθύτερα τρύπια στέρνα που καπνίζουν ακόμα απο άλλες εποχές και θανάτους που γεμίσανε σωθικά, σάπια έντερα κουφαριών που τα πάτησαν ράγες και τα αποχαιρέτησαν τρένα που χαρίσανε μόνο λυπημένο φύσημα αέρα, αβυσσαλέα και πεινασμένα κενά. Δίπλα μέταλλα τρίζουν και σύρονται μεταξύ τους, για να διαπεράσουν με τις κραυγές τους ό,τι δεν διαπέρασαν τα πύρακτωμένα ξύλα αφήνοντας τα τρυπημένα να σφαδάζουν, ανύποπτα για τα γεγονότα, την αλήθεια, την πλάγια πτώση, την άσχημη ανίερη αιώρηση, την λάθος βαρυτική έλξη, την λεωφόρο με τις σειρήνες, τα ηλεκτρονικά διαστρεβλωμένα ξεσπάσματα μιας ατμόσφαιρας που έχει γίνει ανυπόφορα φορτισμένη απο εικόνες, μηχανικούς ταλαντισμούς και σπινθήρες (αγωγών).
Ανύποπτα για την αλήθεια που τους τρίβει στην μούρη το παρόν.

Κλείνω τα μάτια μου σφιχτά.
Τα ξανανοίγω με φόρα.
Βλέπω καλύτερα.
Μου φαίνεται οτι αραίωσε λίγη ομίχλη, καθάρισε το νερό που αιωρούμαι. Νομίζω τελικά πως πιο καθαρή δεν είναι παρά η συνείδηση της ανιδεότητάς μου.

2 comments:

Eρσιλια said...

διαβαζοντας σε ,αισθανθηκα λιγοτερο μονη.hello.

Amberclock said...

Και εγώ με το μήνυμά σου.
Καλησπέρα.






(: