Sunday, January 13, 2008

How to Disappear Completely

Walkstream


Περπατώ. Συνέχεια. Έτσι απλά, περπατώ και δεν ξέρω γιατί. Ούτε ξέρω που πάω. Απο την μια με στοιχειώνει η εικόνα εκείνου του εγκατελειμμένου σπιτιού στην μέση του πουθενά, μέσα στο δάσος δίπλα απο εκείνη την απέραντη κοιλάδα και τα βουνά. Χαμένο. Ξεχασμένο. Τελικά όμως είναι αυτό ο προορισμός? Δεν ξέρω. Θα ζούσα εκεί για κάποιον καιρό νομίζω. Ίσως και για μερικά χρόνια, περιμένοντας να με επισκεφθεί κάποιος φίλος απο τις σκονισμένες αναμνήσεις μου. Ίσως και να μην περίμενα κανέναν. Μια μέρα όμως θα τα μάζευα, θα άφηνα ένα σημείωμα με όμορφα λόγια στον επόμενο ημι/συν-ιδιοκτήτη ταξιδευτή και θα ξέφευγα πάλι. Do do 23 skidoo, έτσι απλα. Περπατώ.

Είναι οι σκέψεις που με γεμίζουν, με λυπούν, με ηρεμούν και με χαροποιούν, μου κάνουν συντροφιά δημιουργώντας φανταστικούς φίλους για έναν φανταστικό, τέλειο Ηρακλή, με ταξιδεύουν, μου θυμίζουν, μου ψιθυρίζουν. Είναι η μουσική που ακούω, συμβατική ή αντισυμβατική, με συμβατικό ή μη τρόπο, που σιγομουρμουράω, που τραγουδάω φωναχτά, που ακούω στο κεφάλι μου, που με κυλάει, ένα μόνιμο soundtrack για μια ταινία που ποτέ δεν θα γυριστεί και θα υπάρχει για πάντα μέσα μου, ένα ατελείωτο, ωμό συνοθύλλευμα απο cuts και σκηνές, απο συνειρμούς που δεν τελειώνουν, απο ηθοποιούς που δεν ξέρουν οτι παίζουν ρόλο, με σεναριογράφο την συγχρονικότητα και σκηνοθέτη το χάος. Δεν ξέρω τι είναι τελικά. Απλά ρέω σε έναν χείμμαρο που με πάει όπου διαλέγουν οι συμπτώσεις και μερικές φορές και εγώ.

Πάντα όμως αντιφάσκω. Πολύ. Θέλω να με ξεχάσουν όλοι, να μην ανησυχήσει, να μην νοιαστεί κανείς. Ταυτόχρονα θέλω κάποιος να με θυμηθεί, να με βρεί, να κάτσουμε και να μιλήσουμε. Θέλω να είμαι μόνος (μέχρι τώρα πάντα περπατώ μόνος, χωρίς απαραίτητα να είναι απο δική μου θέληση), αλλά και θέλω τόσο πολύ κάποιο άτομο δίπλα μου, να βλέπουμε μαζί αυτά που λίγοι θα παρατηρήσουν και θα ζήσουν έτσι, θέλω κάποιο πρόσωπο να περπατώ μαζί και ενίοτε να αποχαιρετιόμαστε, για να συναντηθούμε αργότερα και να διηγηθούμε με φλόγες στα μάτια τι είδαμε και τί ζήσαμε, τι ακούσαμε και τι μυρίσαμε και να ξεκουραστούμε τυλιγμένοι απο την γλυκειά μελαγχολία που θα μας καταβάλλει, σε κάθε άτομο του σώματός μέχρι τελικά να καθαρίσουν και να εξαγνιστούν όλα, και να σηκωθούμε για να πάμε για το επόμενο ταξίδι. Θέλω να εξαφανιστώ, και ταυτόχρονα θέλω να μείνω με τόσα πρόσωπα που αγαπώ με όλη μου την καρδιά. Θέλω να είμαι μοναχικός αλλά και πάντα είμαι κοινωνικός και επικοινωνιακός. Θέλω να κάνω κάτι τόσο προσωπικό και εγωιστικό, και ταυτόχρονα θέλω να στηρίζω και να είμαι εκεί για τόσους.

Θέλω εν μέρει να ξεφύγω απο την ήρεμη αποπνικτικότητα της πόλης, και να δώ εκείνο το λατρεμένο τοπίο που κυλάει όταν ταξιδεύεις. Αυτή δεν θέλει να φύγεις, σε γραπώνει στα χέρια της, γεμάτα μύθους, με φώτα και αναμνήσεις και όνειρα ανθρώπων και όντων και σε κρατά στο χώμα, στα κτίρια, στην άσφαλτό της. Βασικά όσο και να υποθέτω ξέρω μόνο αυτό: θέλω να ξεφύγω απο κάτι που δεν είμαι εντελώς σίγουρος τι είναι. Μπορεί να είναι μια μορφή παράνοιας. Είναι εκείνο το αίσθημα όταν ακούς Ξύλινα Σπαθιά και τους προσωπικούς του Παυλίδη και απλά θες να σηκωθείς και να φύγεις, να πάς μακριά, και να βρείς περίεργες χώρες και περίεργους ανθρώπους.


"...They Don't Sleep Anymore on the Beach..."

Η παραλία είναι ήσυχη. Είναι χειμώνας και δεν είναι κάν νομίζω παραλία για μπάνιο. Η μια μεριά βλέπει τα πρασινομπλέ νερά της "Μούτελης", η άλλη απέναντι σε νερά άγνωστα που φτάνουν σε μια επίσης άγνωστη πόλη. Το μακρινό βουητό των αμαξιών αφήνει εκείνο το ανεπανάληπτο, μουντό, ambient στοιχείο που αφήνουν τα τζιτζίκια τα καλοκαιρινά μεσημέρια και τα περαστικά μηχανάκια και ο αέρας στα δέντρα τις νύχτες. Ανακλάσεις χρωμάτων απο φώτα πάνω στην θάλασσα με κάνουν να στραφώ προς την πηγή τους, η πόλη που στέκει σαν μικρογραφία, και δημιουργεί ένα μωσαϊκό χρωμάτων στα οποία ίσα που διακρίνονται γνώριμα στοιχεία.


Προσπέρασα πρίν το κάστρο, με την τάφρο να υπάρχει ακόμα, γεμάτη με μαύρα βαλτόνερα και καλαμιές, και φάνηκε απίστευτα μοναχικό και... Δεν υπάρχει ακριβώς λέξη, εκείνο το συναίσθημα/εντύπωση που σου αφήνουν τα μέρη και ιδιαίτερα τα κτίρια που είναι απο άλλη εποχή και μισογκρεμισμένα στέκουν, μια παραφωνία μπροστά στο παρόν, που σε μεταφέρει στα κλισέ των ταινιών που δείχνουν άλλες εποχές, και αφήνει μια ξεραΐλα στο στόμα, σαν να ανταποκρίνεται η γεύση σου στην σιγή και όμορφη νεκράδα που αποπνέει το σκηνικό. Εκεί μπήκε το Sleep των Godspeed You! Black Emperor που επαίζαν απο την στιγμή που ξεκίνησα την απόδραση, και ακούω την διήγηση-εισαγωγή που δεν θα μπορούσε να κολλάει καλύτερα στο τοπίο, όπως και η μουσική... O αέρας που χτυπά στα αυτιά μου ολοκληρώνει την μουσική και την ατμόσφαιρα.

Η άμμος είναι αρκετά αναπαυτική, δίπλα μια λιμνούλα με διαφανές βαλτόνερο και πάνω στο χαρτί κυλάει μετά απο πολύ, πολύ καιρό -ή έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται- η πένα (σ' ευχαριστώ, Σ. :) ). Οι Godspeed You! Black Emperor έχουν σταματήσει να παίζουν προσωρινά, και ενώ βραδιάζει και δυσκολεύομαι να γράψω, παρατηρώ στον ουρανό και ανακαλύπτω οτι οι πόλεις δημιουργούν μια τρίτη λάμψη, αυτή στα σύννεφα. Λές και τις τυλίγει απο πάνω ένας τεράστιος φωτεινός ιπτάμενος δίσκος, που αιωρείται σκοτεινά, με μουντά χρώματα και την νοθρώτητά του πάνω απο την έκταση τους. Βοηθάει και η σκοτεινάδα που έχει πλέον απλωθεί για τα καλά, μακριά απο την λεωφόρο, και οποιαδήποτε πηγή φωτός. Σιγά σιγά σηκώνομαι και παίρνω τον δρόμο του γυρισμού. Και νιώθω μόνος. Απαίσια μόνος. Και όμως, έζησα κάτι τόσο πανέμορφο, κάτι τόσο γλυκό και μελαγχολικό. Είναι απο εκείνες τις αντιφάσεις.