Wednesday, May 20, 2009

Οι Θεριστές






















Άπειρα θέρεμιν, ξενύχτια, περπατήματα, ανισότητες, ατοπίες, θέλω, γραμμές μειδιάματος, και, στάχυα που γυαλίζουν απο πιάνα που παίζουν μοναχικές μελωδίες, ορίζοντες που αγκαλιάζουν τα τραίνα μου, παρενθέσεις, κόκκινο αίματος σε μαύρο φόντο, λάθη που φορτώνονται στο κάρμα για άλλες ζωές και χρονικές στιγμές, απαγγελίες σπαστών κελαηδημάτων υπό αχνό φώς και πρησμένα μάτια, σκιώδεις απεικονίσεις ουρανών, μυστικές βόλτες, οι οποίες πέρασαν δίχως σταματημό, 3 η ώρα το βράδυ, μπύρες, φίλους-παραναλώματα απο στάχτες, συνομιλίες με πόλεις και ambiences αργότερα, Η Ταχύτητα ελαττώθηκε προσωρινά.

Μην γυρνάς παρά μόνο για να κοιταξεις εναν ήλιο χωρίς αγκαθωτές μεμβράνες, ενα ξημέρωμα χωρίς το λυπημένο φως, ή με το ίδιο πιο ομορφο με τα πιο ανεξήλωτα όνειρα σε ενα βελουδένιο πάτωμα που με ρουφάει μέσα στην σκιά του και την δροσιά του, και τα κομματάκια απο τις αναμνήσεις κάθονται στο ράφι και μου χαμογελούν λυπητερά θα γυρίσω θα τους χαρίσω πίσω ενα μειδίαμα και τις παντοτινές περασμένες ελπίδες που κάποτε τους έτρεφα τρυφερά και που ποτέ δεν θα γινόντουσαν στ' αλήθεια η αλήθεια. Ξέρω τι έχει (γίνει). Μια βροχή και πέντε ολόανθες συλλαβές που ρίχνονται στο κενό αυτού που θέλει να γίνει πραγματκότητα. Τίποτα δεν θα το κάνει να νιώσει όσο δάχτυλα που κυλάνε, δάχτυλα που παίζουν πιάνο και δάχτυλα που ζυγίζουν κόκκαλα τρυφερά επάνω μου. Κάντο ξανά, άγγιξέ με, ίσως ποτέ κάποτε στην αφόρητη ζεστασιά του τωρινού μου είναι να βρεθεί η άνοιξη με έναν ύπνο στο χέρι, θα φυσήξει τον ύπνο απο την παλάμη και θα τον αφιερώσει αιωρούμενο, ελαφρύ σαν την ανάσα πρίν γυρίσεις για το ταξίδι, στο τυλιγμένο απο όνειρα με μυρωδιά νωπή απο δέρμα και γλυκό βράδυ ηλίου, δέρματος, αέρινου κειμένου και ψιθύρων του κάτω χείλους σώμα Σου.




Δεν ξέρω που το πάει δεν ξέρω τι θα του φτάσει δεν ξέρω τι θα το κάνει να σπάσει ξέρω πως δεν θα σταματήσει ξέρω οτι μου αρέσει ξέρω οτι δεν το φοβάμαι ξέρω οτι δεν θα πέσω ξέρω οτι πεθαίνω απο απόγνωση μ' αυτό ξέρω πως αναπνέω σαν να είμαι όλος αέρας απο αυτό και μετά το βγάζω απο τα πνευμόνια μου, και αυτά αέρινα, και το ξαναβάζω μέσα, δροσερό σαν το ξενυσταγμένο πρωινό και τον αέρα που τρέχεις ή κρατιέσαι σε ταχύτητα, ξέρω οτι φτάνει σε μερικές στάσεις που αν θέλω κατεβαίνω αλλά τότε ξέρω πως έχω χάσει για τα μέτρα μου· ξέρω οτι δεν θα σταματήσω ξέρω οτι ανατριχιάζω όταν σκέφτομαι το είναι ανατριχιαστικό και το ουρλιαχτό ξέρω πόσο πίσω κρατιέται πια η λογική και το κασκόλ που μου χάρισες προσπαθώντας να κρατηθούν πάνω σε αυτό που έχει ξεφύγει απο λογικές ταχύτητες πια ξέρω οτι δεν ξέρω καν τι είναι αυτό ξέρω οτι χαμογελάω ναί ρε πούστη χαμογελάω ξέρω οτι το κλειδί το άνοιξα καιρό και δεν το χρειάζομαι, το πέταξα πίσω μου αδιάφορα ενώ ισσοροπώ ιππεύοντας αυτό το τεράστιο πράγμα που πετάει, τρέχει, κολυμπάει ταυτόχρονα και δεν ξέρει που και γιατί ξέρει οτι αυτή είναι η ουσία να τρέχεις και ξέρω οτι δεν θα μάθω ποτέ τι ήταν, μαθαίνω απλά να το αγκαλιάζω και ιππεύω μέχρι την ψυχή μου τρέχοντας μέχρι να γίνω ένα με τον αέρα ολοκληρωτικά και το χαμόγελό μου να μείνει σε ένα πανύψηλο τοίχο απο μόρια, αόρατο και απέραντο, γεμάτο/πάνω απο λιβάδια με κοκκινομωβμπλεαναποδοχοροπηδατρεχα.




Και ίσως για πρώτη φορά
εδώ και τόσο πολύ καιρό
ίσως και όλη μου την ζωή
σε όλη μου την ζωή· δεν μπορώ καν να το επαναλάβω με αρκετό νόημα, λέξεις και άνοιγμα γνάθων, στόματος, συλλαβισμού, χειλιών, μεμβράνης
δεν φοβάμαι να μείνω μόνος.