Monday, August 20, 2012

φυγή

Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για το αλισβερίσι, σταματώ κοιτώντας ψηλά σύννεφα και εποχές να στρομβιλίζονται. Μέσα στην ησυχία της μεσημεριάτικης απομόνωσης το μόνο που προλαβαίνω να αντιληφθώ είναι οι δρόμοι που με καλούν να αποχωρήσω, να οδηγηθώ σε πενήντα ξημερώματα και σε εβένινα ηλιοβασιλέματα ανήλεων ερήμων. Μέρη που δεν έχει πατήσει κανείς από τότε που οι καρδιές τους ράγισαν και τις τοποθέτησαν ευγενικά σε ένα σεντούκι, με ένα χαμόγελο που δυσκολευόντουσαν να σχηματίσουν από τον πόνο και τις κακουχίες.

Η επιστροφή φαντάζει εύκολη - ωστόσο πριν προλάβω να αντιδράσω αποκοιμήθηκα σε ακτές και σε όχθες ποταμών που είχα αγαπήσει και κλάψει. Τα βήματά μου ακολουθούν εμένα ή εγώ τα βήματα, προχωράω προς ένα μεγάλο άγνωστο και αυτό με χαιρετάει κάπου που δεν μπορώ να το δω και πότε άλλωστε μπορώ να το αγαπήσω όταν δεν ξέρω τι θα μου δώσει και πόσο θα το σιχαθώ?

Έλεγα οτι η ιδιότητα του να νιώθεις την ηλικία σου στους ώμους δίνει ξεχασμένες αναμνήσεις και ιδιότητες καμμένες σε σκληρές απαντήσεις. Θυρωρός στο πεζοδρόμιο που πρόσεχα, ξεγελάστηκα από τις αιτίες και τα αιτιατά, οι περίπλοκοι γλωσσικοί συνδυασμοί με άφησαν ανάπηρο σε επίπεδο που δεν το θυμάμαι, τέσσερα τετράγωνα με ακολουθούν σε ρυθμούς παλιών τραγουδιών. Παλινδρομώ με ώμους σκυφτούς. Και αναρωτιέμαι μέχρι πότε η άδικη σύγκριση θα πάρει τέλος και θα ταξιδέψει σε ακτές χωρίς ανθρώπους. Με μόνο την άμμο και την παλίρροια για παρέα σε αφωνία.


Περπατάω μόνος σε μεγάλους δρόμους και σε τεράστιες λεωφόρους. Προσπαθώντας να θυμηθώ τι ήταν αυτό που με είχε κάνει να γελάσω και τι ήταν αυτό που με είχε αγκαλιάσει μέχρι το τέλος της ύπαρξής μου και με είχε τυλίξει σε ένα τέλειο καταφύγιο όπου περίμενα νωχελικά και όμορφα κάτι που είχα ξεχάσει πια τι είναι.