Monday, December 23, 2013

Μικρή οριακή απώλεια ταυτότητας

Και έτσι ξεκινάει. Ή έτσι νόμιζα.

Το ανυψωμένο από εμένα Αρχέτυπο στέκει, ερημωμένο και αποκαλυπτικό σε ένα κυκλικό δάπεδο. Ορθώνεται μπροστά μου, μονολιθικό, τεράστιο, αναγκαστικό, από όποια γωνία και αν σταθώ, όπου και αν κρυφτώ ή χαθώ. Σέρνοντάς με σε άχρονα περάσματα εμμονής. [Θορύβου στην καρδιά και τεμαχισμένων υλικών αρχής.] Σε θυσίες τόσων μικρών θεών. Σε σκυμμένα στόματα άηχων τοπίων. Με ζήλεια και ταπεινωμένη παραίτηση, μετράω με γενέθλια όχι δικά μου την κάθε εβδομάδα και την κάθε πορεία που δεν επιστρέφεται. Και κοιτάζω σαν παιδί στο πίσω τζάμι τον δρόμο που φεύγει πίσω μου, και όλα όσα με παρατάνε από αυτόν. Και με οδηγό ένα κενό, συνεχίζω με ταχύτητα σε μια αμείλικτη ευθεία, σε μια ρηχή έρημο. Και σιγά σιγά, άηχα και υπόγεια, όλα γίνονται διάφανα, άδεια από περιεχόμενο.

Τότε κοιτάω μέσα από οπτικό πεδίο σώματος που κινείται μόνο του. Και για λίγο νοιώθω ή θέλω να μην υπάρχω, παρά μόνο μέσα από τις κινήσεις μου. Οι κινήσεις μου είναι εγώ. Τα αντικείμενα που κρατώ είμαι εγώ. Η νότα που παίζω λυγισμένος είμαι εγώ. Οι ήχοι που μεταφέρονται από τα βήματά μου είμαι εγώ. Η διαδρομή που εκτέλεσα χωρίς λόγο για ν-οστή φορά είμαι εγώ. Η φωνή και τα λόγια που σε θυμούνται είμαι εγώ. Και από πίσω τους τίποτα. Σαν να άφησα ένα σώμα πίσω μόνο του. Σαν να μπήκα σε μια κρυφή καταπακτή του κόσμου, να κρύφτηκα εκεί από τα κακά όνειρα και τη φθορά του παγωμένου πρωινού σηκώματος.























Και αυτή τη στιγμή υπάρχω μόνο ως δύο ασώματα μάτια στο δωμάτιο που κοιμάσαι, κοιτάζοντας με ζήλεια.

Sunday, September 22, 2013

φορές

Υπάρχω πάνω σε έναν ωκεανό πλατύ όσο το φως. Αμίλητο όσο τα ξημερώματα. Αρχαίο όσο τα χρόνια πολλών ζωών. Και βαθειά, κάτω από τόνους υγρής σιγής κοιμούνται νωχελικά οι αναμνήσεις από καλοκαίρια ανακατωμένα με καλοκαίρια. Και πεισματικά αλλάζουνε πλευρό, αναδύοντας ξεχασμένη σκόνη από τον πυθμένα, αναδεύοντας λάσπη με ακτίνες φωτός και χρώματα αλμυρών ημερών, γλυκών οσμών, λυγισμένων σωμάτων.

Οι ίδιες εμμονικές μελωδίες θα τρέξουν να αναδιπλωθούν σε πυκνότητες άυλες και με μάζα πολλαπλάσια του βάρους τους. Θα καλύψουν τις σκιές που σήκωσε ο ανήσυχος ύπνος, θα μείνουν εκεί μέχρι να τα διώξει ο ίδιος ο κορεσμός τους. Και με ξύπνημα χειμώνα θα μου θυμίσουν αυτά που χάνω και που με κάνουν να σφίξω τα νύχια μου στο δέρμα, τα δόντια στη γνάθο, το κεφάλι στο αιωρούμενο τίποτα από πάνω μου.

Και απλώνοντας το χέρι να αγγίξω το κενό θα λάβω την ίδια απάντηση που έλαβα και κάθε φορά που προσευχήθηκα με άδεια χέρια και κενό στην καρδιά.



Δεν έχει αρχή. Δεν έχει τέλος. Δεν έχει ευτελή όραση ή κάποιο γλυκό ανάθεμα για χαμένους στην ομίχλη. Δεν έχει λύση για κλειστή όραση και για στέμματα χωρίς αλήθεια και αποδοχή. Δεν υπάρχει κάθαρση για όσους την ψάχνουν ως αναλγητικό.

Απλά. Είναι.


Και βαθειά, κάτω από τόνους υγρής σιγής οι αναμνήσεις συνεχίζουν να αλλάζουν πλευρό όσο δεν κοιτάω.




























Photo by: www.eugenijusb.com

Friday, June 28, 2013

έξοδος

Καμία έξοδος. Κανένας ρυθμός. Κανένα ξεραμένο φύλλο για ενθύμιο. Καμία ένδοξη αγκαλιά ή αιωρούμενη στον ήλιο μάζα.

Διώχνω μια επιφάνεια που κάποτε μου έκοβε τα πόδια από τον φόβο και αρθρώνω μικρές συλλαβές με νερωμένο στόμα και τα χέρια πια ελεύθερα, πιο εύκαμπτα, σε τσέπες ραμμένες καιρό πριν - που αντέχουν.

Και με ανακλάσεις ηλίου στο κεφάλι και μια προσευχή μόνο για μένα ξεκινώ να αποχαιρετώ. Δεν έχω βάρος, ούτε λυγισμένα γόνατα σε τόπους που δεν με περίμεναν. Αλληλέγγυος ενός μεγάλου χαμένου μίσους, αρπάζω μια κλίμακα που περιγράφει πτώσεις. Τη μοιράζομαι προσεκτικά.

Ένα δάσος σε ζωντανά ποτάμια, μια ευγενής ατέλεια - προσθήκη σε έναν ατελείωτο πίνακα, η παρατήρηση του φεγγαριού και κεχριμπαρένιοι κύκλοι σε χρώματα αέρα και χλωρίδας. Ανακαλλώ ουκ ολίγους ταξιδιώτες που χάθηκαν στην πυρά και αντικρύζω πόσιμες πηγές από βλέμματα. Βλέμματα αγάπης και βλέμματα βίας, βλέμματα χωρίς όνομα και βλέμματα λατρείας, καθαρτήρια στην ένταση, ευγενικά σε ποιότητα, άπειρης συγκέντρωσης σε πυκνότητα.

Και πάντα στο σωστό μέρος, στη σωστή ώρα και εποχή με περιμένει. Rendezvous με κάτι που με παίρνει μακριά - μόνο που αυτή τη φορά κοιτάω πίσω. Και τολμώ να ανακαλέσω. Να χωρέσω σε σώμα. Ή να θυμώσω και να εξορίσω.

Αφήνω τον ουρανό να κατέβει. Λύνομαι και ανεβαίνω. Θα μου λείψεις.






Sunday, May 12, 2013

σιγή

Μαγικές φράσεις που σε κινούν στα κρυμμένα σου νήματα. Που σε φέρνουν από εδώ μέχρι το τελευταίο σου Άβατον. Από τη Γρενάδα μέχρι την Πάρο. Από τη γραμμή του ορίζοντα στον μόλο μέχρι τις πιο μακρινές ακτές της Δανίας. Από τις πιο παλιές γραμμές της ασφάλτου μέχρι την ασυλία του Ερμιτάζ. Από την προσευχή μέχρι τη συγχώρεση μιας αλήθειας.

Σκύβω Μνήμες που καταστρώνουν σχέδια καθε πρωί σε δικά σου ξυπνήματα. Και ανακατεύονται με τις πιθανές εκβάσεις μιας μακρινής εκστρατείας απ' την οποία οι λεγεωνάριοι δεν επέστρεψαν ποτέ. Ο Σεπτέμβρης που δεν ήρθε σε μια ολόκληρη ζωή και το μίσος του Φεβρουαρίου που σκέπασε τους δρόμους σου σαν χιόνι. Βλέπεις, αναπνέω ακόμα τα θραύσματα από τον ερχομό της άνοιξης. Σαν αέρας που δεν εισχώρησε θέλω να λυγίσω την ψυχή μου μαζί με την καμπή του σώματος και να μετανιώσω τα εκατό μου γιατί.
Παραμένω ανάμεσα σε νίκες άψυχες και εκπνέω από υποχρέωση όσους υδρατμούς φέρνουν.

Δεν σκοπεύω να επαναλάβω τα ίδια. Υποφέρω από νωχελικά ξημερώματα με τίποτα μέσα. Και από επιστροφές χωρίς προσμονή. Δεν υπάρχει αποχώρηση χωρίς μεταλλική γεύση στο στόμα εδώ και τριετίες μεγάλες και νωθρές. Γεννηθήκαμε με ασθματικά, τρεμάμενα φώτα από έρωτα στην υπόφυσή μας - εγώ όμως ακόμα παρακαλάω για ένα κομμάτι καθαρότητας. Για την αφαίρεση μιας απουσίας μεγαλύτερης από μας. Για την έκτη αίσθηση σε κλειστά μάτια και κλειστές καρδιές. Για την άφεση από τα θαμμένα από μας πτώματα που προσεκτικά είχαμε αφήσει στη λήθη. Για τρεις προθανάτιες ευχές μακριά από θέατρα νεκροποιών τελετών.


Θέλω να νιώθω μερικές φορές την ψυχή μου ανίατη. Και να την αφήσω να κατασπαραχτεί από την αδράνειά μου ενώ την κοιτάω να φλέγεται.



Και όλα αυτά μου αφήνουν ένα τέτοιο κενό από νεκρές εποχές και σκάφανδρα από τόσους ανήσυχους ύπνους που θέλω μόνο να βρω μια γωνία που να με χωράει με τα γόνατα λυγισμένα και να κοιμηθώ χωρίς όνειρα.