Στο ακρωτήρι που στέκομαι όταν περιμένω τη θάλασσα να με φέρει σε τρυφερούς ανέμους βρίσκω την ξύλινη, θορυβώδη αποβάθρα μου με μια σημείωση που με περίμενε τα χρόνια που έλειπα. Στην σημείωση είναι μια διπλωμένη κάρτα και μέσα στην κάρτα μια ζωγραφιά που την ήξερα χωρίς να την ξέρω και που όταν ξεδιπλώνεται αναβλύζει ασημένιο με χρώματα που αναπνέουν. Και τα σύννεφα στον γκρίζο ουρανό αρχίζουν να κινούνται και τα χλωμά τοπία γίνονται πιο ζεστά. Ξεκινάει να φυσάει· το παλτό μου ανασηκώνεται από τον αέρα και κλείνω τα μάτια μου και ανοίγω το στέρνο μου για να τον αφήσω να εισχωρήσει όπως είχε να κάνει καιρό. Μου αρκεί για να χαμογελάω περιμένοντας.
Κρύβω τη ζωγραφιά στην τσέπη - και όταν και αν, θα την εμφανίσω και θα την έχω για να χαμογελάω συνέχεια.
|
[Caspar David Friedrich - Wanderer above the Sea of Fog (1818)] |