Θάβοντας τιμή στην κάννη ενός όπλου βρίσκεσαι αντιμέτωπος με δύο ερωτήματα. Το ένα κλαδεύει κεφάλια - το άλλο σημαδεύει σε ζεστές αγκαλιές. Η ιδέα οτι η πραγματικότητα είναι πλαστή ευφυώς δημιουργεί υποερωτήματα και πίνακες ασφαλείας. Και όταν τρέχω να σωθώ από ένα φιλικό άγγιγμα βυθίζομαι στην απύθμενη σέπια, χλωρά κλαδιά που προσφέρουν ασφάλεια για την πτώση και μια λεύκα στο δωμάτιο του μωρού.
Ο δρόμος περιτυλίγεται στις φλόγες, τρέχω για να σώσω ό,τι έμεινε από μια προοπτική παλιά. Σκονισμένη όσο η υγρή σου καλοσύνη. Υδράργυρος που τρέχει σε δοχεία και έπειτα ξαναγυρίζει ουρλιάζοντας στα τοιχώματα. Ραγίζοντας ξέρεις τι σημαίνει. Πολλά ραγίζουν όταν πέφτουν. Πολλά κομμάτια σε πολλά πατώματα σκακιέρες. Πολλά χέρια που μαζεύουνε στα αίματα τα γυαλιά. Και πολλά χείλη που τα φιλάνε ευλαβικά ανοίγοντας σχισμές και ράμματα στα πλευρά τους. Δύο αριστερά, τρία δεξιά - η μαγική συνταγή του πόνου που λατρεύεις. Και ένα ανοιγμένο άκρο με τρυφερότητα.
Ξεχνιέμαι σε ασφυκτική πίεση ενώ ένας κόσμος στρομβυλίζεται σε 100 κομμάτια μιας καταιγίδας που ξέσπασε σε αυγουστιάτικη μέρα. Μικρές αρθρώσεις τρέχουν να σωθούν από την Εγνατία Οδό. Ο θεούλης βυθίστηκε σε πλήξη και βρωμάει ψαρίλα. Η τύχη δουλεύει ενώ ο εγκέφαλος κοιμάται σε παπλώματα χωρίς έδαφος. Ποτισμένο, αναδύει μούχλα και σουπιά από κατεστραμμένα λύκνα. Πέθανες και τρελάθηκες στην άβυσσο της ημέρας. Γλυκά πεθαίνω στην μαγική απόλαυση της φύσεως. Ταύτιση, όχι μεγάλη τρέχει για να συναντήσει εκατοντάδες πιόνια που θα σκοτωνόντουσαν έτσι και αλλιώς στην βάφτιση. Σοπενάουερ είπες. Καλώς την.
Καπνοί αναδύονται από εγκοπές και λέξεις. Ήρθα, είπες. Οι τρίχες μου ορθώθηκαν σαν να άνοιξα το στόμα για να σκίσω χορδές. Άπειρα σπίτια σε μια σειρά από οδούς με φωτογραφίες Σελήνης. Ξεσπάσματα αγαθοσύνης για δυσνόητους λεπρούς. Με φτερά και λέπια στο πλάι. Εκεί που κανονικά είναι η άρνηση. Καλησπέρα.
Ορθώνεσαι σαν νύχτα. Επισκιάζεις κουνημένα πρόσωπα. Καλύπτεις με βογγητά τις φαντασιώσεις των γύρω επισκεπτών. Σε ουρές. Σε μάζες. Σε κύματα. Κυνηγάς μέχρι εξαφάνισης αυτούς που σε κοιτάνε με σάλια που στάζουν και με μάτια που έχουν πελώριο, γουρλωμένο άσπρο.
Σαφώς και ήταν. Σαφώς και δεν γδύθηκα - ψάχνοντας την Τυφλίδα μου συχνά βρίσκομαι σε λάθος στροφές. Όπως φωτίζουν τα έντομα. Όπως υπακούνε οι πνιγμοί. Όπως διψάνε οι φτωχοί. Όπως σαπίζουνε οι άνεμοι. Όπως αναπνέουν τα ήρεμα. Όπως αδυνατίζουν οι ακέφαλοι. Όπως πνίγονται τα πλοία σου. Όπως δίνονται σε χίλιες πουτάνες οι μέρες σου. Όπως αμύνονται οι λυσσασμένοι. Κοίτα και λίγο αριστερά δεξιά. Βλέπεις τι χάνεις?
Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ Τ
Με ποιόν γελάς τώρα?
Wednesday, September 26, 2012
Subscribe to:
Posts (Atom)