Και έτσι ξεκινάει. Ή έτσι νόμιζα.
Το ανυψωμένο από εμένα Αρχέτυπο στέκει, ερημωμένο και αποκαλυπτικό σε ένα κυκλικό δάπεδο. Ορθώνεται μπροστά μου, μονολιθικό, τεράστιο, αναγκαστικό, από όποια γωνία και αν σταθώ, όπου και αν κρυφτώ ή χαθώ. Σέρνοντάς με σε άχρονα περάσματα εμμονής. [Θορύβου στην καρδιά και τεμαχισμένων υλικών αρχής.] Σε θυσίες τόσων μικρών θεών. Σε σκυμμένα στόματα άηχων τοπίων. Με ζήλεια και ταπεινωμένη παραίτηση, μετράω με γενέθλια όχι δικά μου την κάθε εβδομάδα και την κάθε πορεία που δεν επιστρέφεται. Και κοιτάζω σαν παιδί στο πίσω τζάμι τον δρόμο που φεύγει πίσω μου, και όλα όσα με παρατάνε από αυτόν. Και με οδηγό ένα κενό, συνεχίζω με ταχύτητα σε μια αμείλικτη ευθεία, σε μια ρηχή έρημο. Και σιγά σιγά, άηχα και υπόγεια, όλα γίνονται διάφανα, άδεια από περιεχόμενο.
Τότε κοιτάω μέσα από οπτικό πεδίο σώματος που κινείται μόνο του. Και για λίγο νοιώθω ή θέλω να μην υπάρχω, παρά μόνο μέσα από τις κινήσεις μου. Οι κινήσεις μου είναι εγώ. Τα αντικείμενα που κρατώ είμαι εγώ. Η νότα που παίζω λυγισμένος είμαι εγώ. Οι ήχοι που μεταφέρονται από τα βήματά μου είμαι εγώ. Η διαδρομή που εκτέλεσα χωρίς λόγο για ν-οστή φορά είμαι εγώ. Η φωνή και τα λόγια που σε θυμούνται είμαι εγώ. Και από πίσω τους τίποτα. Σαν να άφησα ένα σώμα πίσω μόνο του. Σαν να μπήκα σε μια κρυφή καταπακτή του κόσμου, να κρύφτηκα εκεί από τα κακά όνειρα και τη φθορά του παγωμένου πρωινού σηκώματος.
Και αυτή τη στιγμή υπάρχω μόνο ως δύο ασώματα μάτια στο δωμάτιο που κοιμάσαι, κοιτάζοντας με ζήλεια.
Monday, December 23, 2013
Subscribe to:
Posts (Atom)