1. Λευκή Συμφωνία
Όταν ανασηκωθούν όλα τα φύλλα και οι καλύψεις του σώματος και καταλαγιάσουν στην λευκή τους επιδερμίδα, σαν επιφανειακή τάση και σαν προσευχή ο ήλιος θα σείει πιο αραιά, υπόγεια, έκκεντρα αλλά συμμετρικά τις συχνότητές του. Ο σβέρκος και το κρανίο σου θα γεμίσουν απο υποχθόνιες αναμνήσεις, απο υψίσυχνες πεποιθήσεις, απο χαμηλοπερατά χαμόγελα, απο ζωνοπερατούς κύκλους ζωής και θανάτου - ξέρεις τι εννοώ. Ένα τρεμούλιασμα θα διαπερνά το δέρμα απο την άκρη της σπονδυλικής στήλης, εκείνο το εξόγκωμα στην υπόφυση. Θα διηγείται ιστορίες για ιστορίες του χειμώνα.
Μέσα μου θα επικρατεί η σιωπή του λευκού. Που πλημμυρίζει, ισοπεδώνει τα τελευταία μόρια ανάσας που έκρυβες μέσα μου. Και δεν θα θυμάμαι πια το όνομα του παραμυθιού ή της αγνότητας ή της οριζόντιας αγκαλιάς. Ή της θέσης του αστρικού χάρτη πάνω στην πλάτη σου. Και η ζωή μου θα φέρνει αέρα που σηκώνει με εκείνο τον υπέροχο τρόπο τα μαλλιά και τα στόματα.
Δεν θυμάμαι καλά χαμόγελα που συγκρούονται. Δόντια που τρίβουν επιφανειακά θέλω και όνειρα απο αιθέρα και σύννεφα χρώματα - μέσα απο σκοτάδι ύπαρξης, για τους γύρω ανυπαρξίας.
Καταλήξαμε με συμπληρώματα διατροφής για επιβίωση εγωισμού, αρχών και κουράγιου. Ο εξευτελισμός του άδικου και του κρεμασμένου.
Δεν κάνει να γελάμε με τους λεπρούς γιατί φέρνουν όνειρα κατάνυξης. Νεκρό λεπτό νήμα που πλέον δεν συνδέει και πάλλεται σαν κοφτερή χειρονομία, ευγενική στο σώμα της κιθάρας. Παρανάλωμα του πυρώς, η ιδέα μας ακολούθησε ακόμα και εκεί που δεν την τάξαμε: Είχε συνηθίσει πια να καίει στις καρδιές των σιωπηλών και των νυχτοπαρωρών. Όσων τολμάνε την ανάφλεξη σε τοπία που εξαερώνονται μπροστά στα μάτια όσων δεν συγχωρέθηκαν.
Φαντάσου πρόσωπα που περνάνε δίπλα σου ενώ τα μαλλιά έχουν ήδη σηκωθεί και εξαφανίζονται σαν σε μάζες ζεστού αέρα καβαλώντας μαζί και το δέρμα, και ίσα που προλαβαίνεις να διαβάσεις τις εκφράσεις τους για να σου πουν τα απαραίτητα: Νερό, τροφή και ανατριχίλα. Προμήθειες για την 5η εποχή που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις υπάρχουσες. Με βία, με αγάπη και προτάσεις καταστροφής. Και κίτρινα ξεραμένα φύλλα που τυλίγουν όσους θέλουν να κοιμηθούν στον αέρα. Η ευκαιρία, λένε, ο διάβολος να σου κλέψει την ψυχή.
Αυτών που ακολουθούσαν και ακολουθάνε νεκρά μωρά σε οισοφάγους τέφρας και απολιθωμένων θεών. Οι θεοί ξερνάνε χίμαιρες σε φωτεινά σημεία. Τα σημεία φτύνουν Οίστρο σε καταραμένους. Παρατημένους αποχαιρετισμούς στους σκοτεινούς. Μια γουλιά απλώματος φωτός σε μετάξι. Ταξίδια σε νεκρές πολιτείες που ανακλούν τα μάτια σου. Νεκροπόλεις σε ντουλάπια και σε κεφάλια. Κόκκαλα σε υπάκουους, τρωτότητα στους αδύναμους.
Δες την κορυφή του δοντιού, δες τον πνιγμό της αλήθειας στο να λες απαράδεκτες προφητείες.ένα λουλούδι που το λένε μιμόζα και μιμείται τον θάνατο, πόρτες που ανοίγουν καρφώνοντας όποιον καθόταν κολλητά με αγωνία ή οπισθοδρομούσε απο φόβο.
2. Stand for the Fire Demon / Mantra
Κάθεσαι στην κορυφή ενός λόφου, χειμώνες και βουνά αργότερα. Και ο άνεμος καλύπτει χιλιομετρικές αποστάσεις για να φτάσει στην καρδιά μου και στην καρδιά του χειμώνα.
Ανοίγει φως και φορώντας το ίδιο που έγινε ένα με την συνείδηση και σκέψη μου κατευθύνεσαι προς το τέλος. Με φόβο να χαμογελάσεις και με φόβο να αξιωθείς και να σηκώσεις το βάρος που σου αναλογεί. Και ας είναι ελαφρύτερο απο το χθεσινό. Και ας υπόσχεσαι να μην αγγίξεις τα γόνατα με τα χέρια σου και τον ουρανό ή την ασημένια ανάκλαση της πάνω στα νερά της λίμνης.
Άσπρα πουλιά φτύνουν φτερά για την αιωνιότητά σου. Κάποιος ξερίζωσε ήλιο απο τον λαιμό του και τον κρατάει ψηλά για να σε φωτίζει. Άλλος φλέγεται κοιτώντας έδαφος και άλλος αρνείται να κατέβει.
[...] Ολοκληρώνω κατηγορίες. Ξεστομίζω τις φωτιές που με καταπίνουν από μέσα. Σε ελευθερώνω μακριά σαν πουλιά που σπάνε σε χίλια φτερουγίσματα πάνω απο ανθισμένο ουρανό και 76 αγκαλιές απο αέρα, 11 περισσότερες απο τις δικές μου.
Το καραβόσκοινο που πήγε να με πνίξει δεν με κρατάει άλλο και θέλω να σπάσω τα λόγια σου σε μικρές συλλαβές που δεν φθονούνε ή αρνούνται θεία παρουσία και σκότος.
Σκοπός μου δεν είναι πια συγχώρεση. Είναι το χαμόγελο που ξέρω να έχω. Και το οποίο αγαπώ και βάζω κοιτώντας στην καρδιά και πετώντας απο χίλιους ουρανούς και με δυο μαδημένα φτερά στο σούρουπο. Και το άλλο ακολουθεί: Εξανεμίζομαι στην μυρωδιά του είναι και οι αναμνήσεις είναι όμορφα αντικείμενα του δωματίου μου.
Δώρα χωρίς γιορτή αέρας χωρίς τροφή σκάγια χωρίς κυνηγό, πηδώ ανάμεσά σας αγάπες μου, και αγκαλιάζω ψηλά και το κεφάλι της. Χωρίς να έχω πεθάνει. Χωρίς να μασουλώ τενόρους απο χίλιες εποχές χολής. Τα βιολιά της μπαίνουν και με κινήσεις λεπτές όσο ένα έντομο που προσεύχεται σκουπίζουν σύννεφα και ενοχές, ραγίζουν άδικα καρδιές και λεπταίνουν απαλά το δέρμα και χαρίζουν δροσερή αναπνοή (υπόσχονται ελαφρύ ύπνο). Στα λόγια του ανέμου μην προσεύχεσαι άλλο, δεν ξαναγυρίζω σε αρχέγονες τροφές στο στομάχι μου επικρατεί χάος και μεντεσέδες κλείνουν ερμητικά τις πόρτες της ζωής μου. Τις ανοίγω μία μια απο αυτές είσαι και εσύ.
Τα βιολιά της μπαίνουν και με κινήσεις λεπτές όσο ένα έντομο που προσεύχεται σκουπίζουν σύννεφα και ενοχές. Δώσε δύναμη να σηκωθώ, δώσε μου καρφιά να βγάλω και χαμόγελο να αντέχω και να αντέχει σε χρόνο και πόνο και ύπνο μαύρο.
Θυμάμαι την συζήτηση που είχαμε και μου είπες μυστικά που έβλεπες και ήξερες. Και σε αγάπησα και άλλο. Και σε ερωτεύτηκα, ίσως.
Και τελικά μου είπες τα λάθη μου και ίσως σου είπα τα δικά σου, τα δικά μου όσα είναι τα δικά σου όσα είναι και βρίσκονται μόνο στο κεφάλι και στην καρδιά και στο πίσω μέρος σου. Και όταν μου ζήτησες να φύγω απο το δωμάτιο, πέθανα λιγάκι μέσα μου. Όχι ξανά και σε ευχαριστώ για αυτό.
Ύπαρξη της ζωής μου μεγάλη προστάτευσέ με απο απληστία και κακία άλλη. Και γλυκό νερό απο ρυάκια σε χρυσό απο πέτρες στο βυθό και απο τα μαλλιά σου. Μέσα στα μεγάλα μυστικά βρίσκονται οι πιο μεγάλοι σκλάβοι. Αναπνέω έξω απο αυτά και δεν τα θέλω. Και δεν θέλω ούτε απέραντο κενό. Θέλω χρώματα και ηλεκτρισμό και μουσική και ήχους και αγάπη και προφητεία και ουτοπία και αλήθεια και κύματα να ταξιδεύουν απο μέσα μου στον πιο μεγάλο ήλιο, αυτήν που αγαπώ. Και αγάπη αληθινή σε άνθρωπο αληθινό και φωτεινό και πολύχρωμο. Σε αγαπάω. Με αγαπάω. Με φιλάω με αγκαλιάζω, φτου και βγαίνω.
Wednesday, December 1, 2010
Friday, September 24, 2010
Friday, August 6, 2010
Selective Anterograde Hide and Seek
ΝερόΎψοςΣκοινίΕπιλογήΑέραςΓαλήνη
Ξυπνάω σε νερό, τόνους νερού και γύρω μου επικρατούν φιλτραρισμένοι ήχοι χειλιών που χαμογελάνε και του καλοκαιριού σκαλωμένου στον σβέρκο και λαιμό. Ήχοι απο υπόγεια και υποσχέσεις απο ευχάριστες νυχτοφοβίες. Τάματα της νύχτας και άλλες προκαταλήψεις θανάτου και χαζών συνθηκών.
Πώς γελάς γελοία, όπως όταν ακούς να σου λένε κάτι που ντρέπεσαι; Πώς ορμάς στις υποσχέσεις σου που αγαπάς να μην τηρείς, πώς ακουμπάς με τον μεγαλύτερο αναστεναγμό στην πιο ίσια κίτρινη λάμπα που δεν θα σου πει ψέματα, ούτε αλήθειες, λίγες μείχιες και νωπές σκέψεις. Λυγμοί που κρατάς για άλλη μέρα και άλλο τραγούδι. Άλλα χέρια που κρατάνε πια το δικό σου και άλλα που σε αφήσαν και χωρίζουν την τεράστια θάλασσα σε δύο απέραντα κενά. Μνήμης. Αέρα. Το ίδιο είναι. Θυμάμαι ανασαίνοντας.
Θυμάσαι σκυφτά; Θυμάμαι αδιάφορα. Θυμάμαι δωροδοκώντας ανέμους για λίγη τροφή χαμόγελου. Συνήθως δίνουν αποκαΐδια και αποφάγια. Σκόνη σε κουτί. Γάλα σε σκόνη. Σούπα σε σκόνη. Οι αναμνήσεις μου σε σκόνη. Πάνω σε ένα ράφι. Οι δικιές σου σε φωτογραφίες.
Μέθεξη της διάθεσής μου, δεν υποσχέθηκα να 'μαι καλά για πλάκα, δεν υποσχέθηκα για να πείσω τον εαυτό μου. Αλλά το κείμενο έχει άλλη γνώμη και λέει οτι λέω ψέματα. Λέω όμως για μένα και λέω πως δεν με νοιάζει γιατί χαμογελάω. Και ανεβαίνω πάνω σε ένα τεράστιο κόκκινο σκοινί που κουνιέται και πάλλεται απο ουρανό. Μέσ' απ' την καταπακτή, μέσα απο τις κουρτίνες. Και το κρατάει ο χλωμός παλιός γνωστός με την χαλασμένη λάμπα και το απογειωμένο του αερόστατο. Και με αφήνει ευγενικά να οδηγήσω. Όταν ξημερώνει και είμαι κρυστάλλινος, σπάω απο την αυγή και την κατάρα και αφήνομαι σε ουρανούς και μελλοντικά πετάγματα. Το σκοινί είναι και για να κάνεις ελεύθερη πτώση χαμογελώντας, όχι μόνο για την κρεμάλα και την διδαχή του να αυτοδαμάζεσαι.
(This cat is a landmine. This image is a link.)
ΠαλάμεςΠρόσωποΧαμόγελο
Το κόκκινο δεν μπορεί να με απειλήσει άλλο. Ανοίγω το στόμα μου για να αναπνεύσω και ξανά, ψάχνω το τελευταίο γρανάζι. Συλλογή περίτεχνη πια απο τελευταία γρανάζια. Ξέχωρα τα φτερά, προσφορά του καταστήματος.
"Και τα λόγια της ήταν... ήταν σαν τα παιδιά που έρχονται και λένε 'δεν σ'αγαπάω πια' γιατί νιώθουν οτι τους έκανες άσχημα και θέλουν να κάνουν και εσένα άσχημα. Αλλά εσύ δεν έχεις μερικές φορές το θάρρος να ξέρεις οτι δεν το εννοούν και αν και γελάς, έχεις πληγωθεί. Και ήταν τόσο παιδικό. Ήταν το 'δεν σ'αγαπάω άλλο' της. Σαν παιδί, με την κακία του ανεκπλήρωτου και της προσωπικής αυτοτιμωρίας. Και δεν το κατάλαβα αμέσως, αλλά με πόνεσε και έκαψε κάτι. 'Το αξίζεις', είπε. Και κατευθύνθηκε ο καθένας στην δική του έρημο και συμβολισμούς του κόσμου".
Και με περιτριγυρίζει η δίψα για το λάθος και το πέταγμα και την άγρια χαρά και τον άνεμο και το χαμόγελο των κλειστών ματιών.
Και για τον κίνδυνο του Λύκου. Και την ανάγκη του κλάματος και της ευτυχίας. Και του καψίματος στην καρδιά. Και των πεταλούδων στο στομάχι. Και οι δαίμονες. Και οι λυπηρές φωτογραφίες. Και οι χαρούμενες. Και τα ακυκλοφόρητα. Τα ατιτλοφόρητα. Οι τελευταίες φορές. Η ενδελέχεια. Η αίσθηση του γεμίζω και του τρέμω απο Αλήθεια Ψυχή Άγγιγμα Ένταση. Οι λέξεις που ίπτανται γύρω απο το κεφάλι μου. Η δίψα του να διψάω.
Μετράω ώς το αγαπημένο μου μέρος, τα χέρια που τυλίγω προς τα πάνω, το παρελθόν μου
μέχρι το ευγενικό μου χαμόγελο
μέχρι το λήμμα που αγαπώ
μέχρι την τύχη που διάλεξα και το άπλωμα των άσπρων γραμμών του δρόμου
μέχρι την πιο βαθειά μου ανάσα
μέχρι την λέξη που σε αγγίζει
μέχρι την μουσική αδιαιρεσία και λευκότητα
μέχρι την αποκάλυψηφωςαγαπώκαλοκαίριθέλωύπαρξη
μέχρι να μην μπορώ να βρώ άλλες λέξεις για αυτό που με τυλίγει στην φόρα μου για εκεί που ανήκω.
Φτού και βγαίνω.
Thursday, June 17, 2010
VITRIOLVM
Δεν ξεριζώνεται δυστυχώς. Μόνο κρατιέται, και φυλάσσεται. Αλλά πονάει. Και μετουσιώνεται. Και σφίγγεται. Και σφίγγει. Φτου και βγαίνω, και δεν ειναι κανένας εκεί. Τους κατάπιε ο χρόνος που θρυμματίζει και ασελγεί στους επίμονους. Και η γραμμή λύγισε σε χίλια σημεία, χίλια κομμάτια αιωρούνται στο κενό σε συνθήκες επίμονης υγιεινής.
Και τελικά δεν πήγαμε στην παραλία.
Η λάμπα δρα σε ανύποπτους χρόνους.
Η λάμπα δρα σε ανύποπτους χρόνους.
Τραβάω, δεν ξεριζώνω. Πάνω. Ασθμαίνω, ξαναναπνέω. Και η πόρτα ουρλιάζει να βγώ και να περπατήσω αυτόματα εκεί που είχα συνηθίσει. Και το κλειδί, μου έπεσε κάπου στην διαδρομή. Για ποιόν είναι πλέον το κείμενο; Σωριάζομαι στο κρεβάτι με αδράνεια μικρού παιδιού. Και άδειος, πολύ γεμάτος. με συναισθήματα που υψώνονται πολύ πάνω απο μένα. με κάνουν μαριονέτα, μίμο, διάτρητο. Και απο τις τρύπες μπαίνει βίαια και εισχωρεί. ς.
Θέλω μόνο να καθαρίσω. Δεν έχω πιά τι να μου θυμίζω.
Στοπ. Δεν κάνω διάλογο.
Θέλω μόνο να καθαρίσω. Δεν έχω πιά τι να μου θυμίζω.
Στοπ. Δεν κάνω διάλογο.
As below so above.
Visita Interiora Terrae Rectificando Invenies Occultum Lapidem Veram Medicinam
Saturday, June 5, 2010
Σιωπή / Κάθαρση
Tο σώμα μου διπλώνεται και αφήνω ήλιο να περάσει μέσα απο τα κόκκαλα της πλάτης μου.
Μου το θυμίζω και κλείνω τα μάτια. Δεν έχω κάτι άλλο εκτός απο το αχνό χαμόγελο και την ανάσα μου. Και την χαλασμένη λάμπα που κρατούσα όταν τους υποδεχόμουν.
Μου το θυμίζω και κλείνω τα μάτια. Δεν έχω κάτι άλλο εκτός απο το αχνό χαμόγελο και την ανάσα μου. Και την χαλασμένη λάμπα που κρατούσα όταν τους υποδεχόμουν.
Tuesday, April 20, 2010
Μπάνιο τον Οκτώβρη
και εσύ με κοιτάς.
και εγώ κάθομαι, ακόμα στην τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου, στο τελευταίο μπάνιο. και ο ήλιος με γεμίζει με μούδιασμα στο στομάχι.
εκείνο που ξεκινάει απο την καρδιά και καταλήγει λίγο κάτω απο τον αφαλό. και είναι υπέροχο και γεμάτο απο την πιο γλυκειά μελαγχολία που υπάρχει.
και κοιτάζω την ατελείωτη θάλασσα.
Απογυμνωμένος απο ψέματα, αγγίζω τα γόνατα και θυμάμαι εμβρυακές στάσεις απο βαθειά και πρόσφατα. Θυμάμαι καπνούς πάνω απο θάλασσα που σχηματίζουν μορφές και ιστορίες, θυμάμαι τις κακές εκδοχές του μουδιάσματος που έχω ζήσει και θυμάμαι ό,τι έχω ξεχάσει. Και πριν προλάβω να απορροφηθώ στις ανακλάσεις του μπλέ, επαναφέρομαι και όλα τα καλοκαίρια και τα μουδιάσματα μπερδεύονται, και δεν προλαβαίνω να συγκρατήσω όλα.
και ίσως ο ήλιος και το μούδιασμα να ήταν προοικονομία για όσα δεν περίμενα και δεν είχα ιδέα. με βρήκε, ανατριχιασμένο, στην κορυφή του κόσμου τότε. ίσως να ήταν απλά η αίσθηση του τελειώματος απο κάτι. ή απλά η διαφορά θερμοκρασίας με το νερό. και το να πιάνεις τα μισοβρεγμένα γόνατα κοιτώντας την δύση.
και εσύ είσαι ο ήλιος, και φώς και δεν τελειώνεις, ξαναρχίζεις. και δεν κρύβεσαι, απλώνεσαι και ξεδιπλώνεσαι και τυλίγεσαι. και δεν είσαι πάντα το ίδιο, είσαι διαφορετική και χαοτικά υπέροχη. και δεν σταματάς να με εκπλήσσεις.
και ούτε καν διανοήθηκα ποτέ οτι έτσι πρέπει και όχι οτι έτσι θέλουμε.
και εγώ κάθομαι, ακόμα στην τελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου, στο τελευταίο μπάνιο. και ο ήλιος με γεμίζει με μούδιασμα στο στομάχι.
εκείνο που ξεκινάει απο την καρδιά και καταλήγει λίγο κάτω απο τον αφαλό. και είναι υπέροχο και γεμάτο απο την πιο γλυκειά μελαγχολία που υπάρχει.
και κοιτάζω την ατελείωτη θάλασσα.
Απογυμνωμένος απο ψέματα, αγγίζω τα γόνατα και θυμάμαι εμβρυακές στάσεις απο βαθειά και πρόσφατα. Θυμάμαι καπνούς πάνω απο θάλασσα που σχηματίζουν μορφές και ιστορίες, θυμάμαι τις κακές εκδοχές του μουδιάσματος που έχω ζήσει και θυμάμαι ό,τι έχω ξεχάσει. Και πριν προλάβω να απορροφηθώ στις ανακλάσεις του μπλέ, επαναφέρομαι και όλα τα καλοκαίρια και τα μουδιάσματα μπερδεύονται, και δεν προλαβαίνω να συγκρατήσω όλα.
και ίσως ο ήλιος και το μούδιασμα να ήταν προοικονομία για όσα δεν περίμενα και δεν είχα ιδέα. με βρήκε, ανατριχιασμένο, στην κορυφή του κόσμου τότε. ίσως να ήταν απλά η αίσθηση του τελειώματος απο κάτι. ή απλά η διαφορά θερμοκρασίας με το νερό. και το να πιάνεις τα μισοβρεγμένα γόνατα κοιτώντας την δύση.
και εσύ είσαι ο ήλιος, και φώς και δεν τελειώνεις, ξαναρχίζεις. και δεν κρύβεσαι, απλώνεσαι και ξεδιπλώνεσαι και τυλίγεσαι. και δεν είσαι πάντα το ίδιο, είσαι διαφορετική και χαοτικά υπέροχη. και δεν σταματάς να με εκπλήσσεις.
και ούτε καν διανοήθηκα ποτέ οτι έτσι πρέπει και όχι οτι έτσι θέλουμε.
Thursday, April 8, 2010
We Were Exploding Anyway
ήξερες οτι θα γράψω. . .το ξέρω οτι το ήξερες. .ανοίγω το στόμα μου για να πω λόγια.χωρίς να ξέρω τι θέλω να πώ όπως τώρα. .χθές είχα κυκεώνα στο κεφάλι μου.αλλά με αγκάλιαζες. .και κοιμόσουν. .και η ανάσα σου μύριζε αλκοόλ. .και δεν ήθελα να φύγω για τίποτα στον κόσμο.και ήταν μόνο Ιούνιος εκεί, μόνο Ιούνιος και όνειρα μαΐου και ημερών ασάλευτων πολλών.και καλοκαιριών.και γεωγραφικών κλίσεων μεγάλων.και επίπλων και μυρωδιά άδειου δωματίου και γεύση απο αμνησία αναμνήσεων για αυτά που έρχονται. δεν μου ερχόταν να τις θυμηθώ γιατί με είχες αγκαλιά. και δεν ήθελα τίποτα άλλο.τώρα θέλω. είμαι ένα χέρι και κάποιο άλλο μέρος του σώματος σε φωτογραφία που δεν έχει εμφανιστεί.είμαι αχνή μυρωδιά.είμαι νεκρά κύτταρα σε καναπέ.και απομεινάρια απο βλέμματα σε αντικείμενα.δεν ξέρω αν είμαι εκεί.δεν ξέρω αν είμαι εκεί.δεν ξέρω αν είμαι εκεί.φοβάμαι να μην είμαι εκεί.δεν ξέρω αν φοβάμαι.δεν ξέρω τι είναι.με πνίγει περιμετρικά.με βάζει πίσω στο νερό.με κάνει να αφρίζω και να βγάζω νύχια.δεν θέλω.με πονάει ο θυμός.πιο πολύ απο τη σιωπή.πάλι όμως σκέφτομαι την ανάσα σου. .αυτή που μύριζε αλκοόλ.και το δέρμα σου. το δέρμα μου σκάβεται απο τα νύχια σου.το ονόμασες για πρώτη φορά έρωτα.και οι τελείες? κάθε τελεία μια ανάσα<
κλείνω τα μάτια και κοιτάω τον ήλιο.κλείνω τον ήλιο και κοιτάω την εικόνα σου.και οι σκιές που σχηματίζουν τις σκέψεις σου υποχωρούν και δεν ξεχνάνε να χαιρετήσουν και να αφήσουν ένα τριαντάφυλλο στα χείλη σου και την γεύση του γρήγορου, παλιού φίλμ που τρέχει.αποδομώ λέξεις αποδομώ τοποθετήσεις αποδομώ κατεδαφίσεις αποδομώ κλείσιμο ματιών και λυγμούς.αποδομώ αιώρηση σε μικρά σύμπαντα με ελάχιστη βαρύτητα και φωτεινούς ήλιους.αποδομώ χίλιους ήλιους σε πολύ μικρή επιφάνεια για να αντέξω.και δεν με πειράζει.ίσως.μπορεί.πιστεύω.ελπίζω. .έχω σφυγμό. . .αναγνωρίζω τον χώρο. . . . .αναγνωρίζω εμένα σε αυτόν. δεν μπορώ να γράψω άλλο δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο
"απλώς, περιμένω
Saturday, April 3, 2010
Ανταρκτική / Προσευχή: όχι είσαι.
Σήμερα λείπει πάλι. Κλείνω τα μάτια και κοιτάω τον ήλιο. Σήμερα λείπει πάλι. Κοιτάω τα μάτια και κλείνω τον ήλιο. Και εγώ θα μείνω εδώ να δίνω το χέρι στο κενό, να αναπνέω μισά, να σαπίζω λέξεις στο κεφάλι μου, να ευλογώ άδειες στέπες, να γεύομαι ξεραμένα τοπία, να ρωτάω για το πώς, για το πού για το τι κάνεις, και ύστερα να κοιτάω μια οθόνη κενή και να θυμάμαι πώς στο όνειρό μου χαμογελούσες. Δεν βρίσκω άδικο, αλλά δεν μπορώ να το βρώ πολύ καιρό τώρα. Και δεν θέλω να αγαπήσεις το κενό. Δεν θέλω να κοιτάω κενό, δεν θέλω να παγώνω στην αίσθηση του ήχου σου και στην γεύση του προσώπου σου.
Κάνε να μην αγγίζω το έδαφος όταν περπατάω
και τους ωκεανούς να ρέουν σαν ψυχή μεσ' απ' τα χέρια μου
Το φεγγάρι να χαράζει πάνω στα μαλλιά μου
Να ακούω την γαλήνη υποβρύχιων ήχων και παρηλίων.
Να περπατάω σε καταιγίδες που βρέχουν μέχρι τα κόκκαλά μου, με κολλημένα τα ρούχα στο δέρμα μου και να ασφυκτιώ για τεράστιους μακρινούς δρόμους σε λευκά τοπία και λεπτές πόλεις.
Και να Είσαι δίπλα μου.
Thursday, January 14, 2010
Monday, January 11, 2010
Ιούνιος
Το κατέβασα, γιατί δεν είχε λόγο ύπαρξης.
Γιατί τελικά, το είπα και το εννοούσα και έτσι είναι:
"Θα γελάω όλο το χειμώνα σαν τον Μάϊο, τ' ορκίζομαι."
Και έτσι θέλω να γελάω και να χαμογελάω και το κάνω και θα το κάνω. Και την άνοιξη, και το καλοκαίρι. Και κάθε καλοκαίρι και άνοιξη. Και ειδικά όταν σε βλέπω να χαμογελάς.
Περίμενε. Μαζεύω λέξεις.
Γιατί τελικά, το είπα και το εννοούσα και έτσι είναι:
"Θα γελάω όλο το χειμώνα σαν τον Μάϊο, τ' ορκίζομαι."
Και έτσι θέλω να γελάω και να χαμογελάω και το κάνω και θα το κάνω. Και την άνοιξη, και το καλοκαίρι. Και κάθε καλοκαίρι και άνοιξη. Και ειδικά όταν σε βλέπω να χαμογελάς.
Περίμενε. Μαζεύω λέξεις.
Subscribe to:
Posts (Atom)