Friday, November 16, 2012

δυοεντεκα

Μέσα στο σώμα μου έχω κεραυνούς και μέσα στο μυαλό μου έχει στεγνώσει μια ημέρα. Στα χέρια μου μετράω τις άκρες των δαχτύλων μου. Ποιές είναι πιο σκληρές, ποιές είναι πιο εύκαμπτες και πιο εύθραυστες. Ύστερα αποξηραίνω την αίσθηση για να το θυμάμαι σαν φως. Και μαζί ξεβράζω εικόνες από ένα υπέροχο πάρκο μια τέλεια μέρα του Μαΐου, μια φορά που δεν ήθελα να σηκωθώ από το κρεβάτι γιατί μύριζα δέρμα, μια μέρα που ξεροκατάπια λόγια, θυμάμαι και απογυμνώνω εκείνες τις λεπτές κινήσεις για το ξύπνημα, με τη σπονδυλική στήλη να πετάγεται σαν ένα υπέροχα άσχημο εξόγκωμα.

----------------
Η νύχτα δεν αφήνει επιζώντες. Είναι ο δεύτερος γύρος των πεσόντων στα πόδια της - και αδυσώπυτα ενδέχεται να σβήσουν όλοι σαν φωτιά. Σαν ύπνος στον πάτο της θάλασσας - παρέα με την τύχη των πολλαπλών. Σαν να σιώπησαν ταυτόχρονα όλες οι υπόγειες στοές και να έμεινε χωρίς αλογόνο η μάσκα μου. Σαν εκπνοή χιλίων κυμάτων από τις θέσεις ηρεμίας τους. Ο υποφωτισμός του ύπνου. Ο εκφυλισμός των αναζητήσεων δεν προλαβαίνει να διασωθεί όταν οι άνθρωποι γύρω κρατάνε υψίσυχνα μεταλλικά γρατζουνίσματα. Μονά, ζυγά, αυτό που έχει σημασία είναι η δήλωση πως δεν θα καταφέρεις και η αλήθεια πως δεν διέσχισες κενά. Ρίχνεις ζάρι και η αναδήλωση ενός όντος μετατοπίζεται λίγο δεξιά από το σημείο συναρμολόγησης. Ο ήχος ανακλά σε επιφάνειες κυλινδρικές, και αφού ανασάνει ξαναβυθίζεται σε τεράστια κρύα δωμάτια. Κατεβαίνουν τόσο αργά που η ανάσα μου παγώνει όταν πλησιάζουμε. Και μόνο τότε αντικρύζω το σημερινό μου γεύμα που θα κατασπαράξω: Είναι η προβολή που κάνουμε όταν μας παίρνουν με χειρουργικά αιχμηρά αντικείμενα κάτι που μας ανήκε μέσα μας. Και τότε μόνο ξεσπώ σε κλάματα.
----------------------

Μετράω απόκοσμα βλέμματα. Μετράω λυπηρούς ρυθμούς από τρομπέτες. Μετράω τις φορές που δεν έκανα αυτό που υποσχέθηκα και μετράω αυτές που με διαπέρασε ήλιος. Μετράω τις φορές που ζήτησα εγώ συγνώμη για άλλους, μετράω τις φορές που άφησα το νερό να με τυλίξει ολόκληρο και να με κατευνάσει με μια αγκαλιά.

Μετρώ την απόσταση του φεγγαριού από σένα, μετρώ την απόστασή μου από τη γη όταν αιωρούμαι, μετρώ την άσχημη, πικρή συνοχή των ήχων που βγάζουν τα δόντια μου όταν μετράω τη θέληση για να ζήσω. Μετράω την απουσία και μετράω τις παρουσίες που δεν ικανοποιούν. Μετράω την αγάπη. Μετράω υψίπεδα στο μητρικό μου ένστικτο και μετράω κοιλάδες σε χαράδρες αιώνων.

Μετράω τα σύννεφα που είδα μικρός να περνάνε από το παράθυρο χωρίς να κάνω τα μαθήματά μου. Μετράω πού είσαι εσύ. Μετράω πόσα "εσύ". Μετράω ηθική στραβωμένου εγωισμού, φυλλοβόρα αρνούμαι, μετράω πόσες λέξεις ακόμα χωράω για να γράφω. Μετράω καταιγίδες. Μετράω στάχτη και αναμνήσεις που έγιναν παρανάλωμα. Μετράω ουρανό και μετράω αγάπη για τον κόσμο. Μετράω τις φορές που έμεινα χωρίς να προλάβω να πω τα πάντα. Μετράω τις φορές που έμεινα σιωπηλός. Μετράω 24 χρόνια που μισά θυμάμαι οτι έγιναν. Μετράω ξεχασμένους φίλους και αποχαιρετισμούς. Μετράω αγκαλιές που δεν έγιναν. Και μετράω τα φιλιά τα οποία ήθελα ακόμα να σου δώσω.



Και χρειάζομαι δάχτυλα πολλά γαμώτο.

Thursday, October 18, 2012

απώλεια

Άγραφο. Πνίγομαι από την ησυχία και την αφωνία μου. Ζητάω και δεν μου επιτρέπεται. Δίνω και δεν μου επιστρέφεται. Ανυπομονώ και ρίχνομαι πίσω σε λάκκο με εμένα μέσα. Και ακολουθώ τα ίδια μου τα βήματα σκύβοντας ηττημένος. Λυγίζω την πλάτη μου άμορφα, έτσι που φαίνονται τα κόκκαλά μου. Και ανοίγω το στόμα μου για να αναρριχηθώ σε ουρανούς που μου φαίνονται άπιαστοι. Και όταν πάω να μιλήσω μιλάει κάποιος άλλος για μένα.

Μακριά στον ορίζοντα αγναντεύω θραύσματα από θα ήθελα και ευχές για μακρινές όμορφες μέρες σε μακρινές εποχές. Δραπετεύω από τη νεκρική σιωπή ενός τεράστιου περιβλήματος για να φτάσω σε ένα πουθενά. Και, ορθώμενος στην άβυσσο κοιτάω να κρύψω ό,τι όμορφο μου έμεινε στις μέσα τσέπες του παλτού που ποτέ δεν έχασα. Αυτό που μου ζητάνε να βγάλω.

Ηττημένος σε ρυθμούς που σφυροκοπάνε την ψυχή μου, λυγίζω και σηκώνω το χέρια μου παρακαλώντας. Ποιός θα με κάψει ζωντανό? Ποιός θα με θάψει αφού καώ και ποιός θα με χαϊδέψει στο μέτωπο? Ποιός θα με σκεπάσει με απαλή κουβέρτα για όνειρα χωρίς δόντια που ξεσκίζουν?

Ποιόν θα πάω στο δικό μου δωμάτιο?

Πνιγμένος στην ησυχία και την αφωνία μου, πίνω από νερά που δεν γνωρίζω αναμνήσεις και όνειρα. Ξεχασμένες εικόνες τρυφερότητας. Ψάχνοντας από πού να κρατηθώ βρίσκω μόνο ανήλεα ρεύματα. Και πλευρικές ματιές. Ποιός θα μπορούσε να είναι τόσο σκληρός? Ψάχνω από πού να ανοίξω τα πλευρά μου· θέλω να μπει ήλιος και να φύγει φόβος.


Είμαι χαμένος.

"Stalker" by Andrei Tarkovsky, 1979. click.
"Nobody believes; not only these two. Whom shall I take there? Oh Lord. And the most terrible thing is that nobody needs that - no one needs this room; and all my efforts are in vain."

Wednesday, September 26, 2012

κάποτε

Θάβοντας τιμή στην κάννη ενός όπλου βρίσκεσαι αντιμέτωπος με δύο ερωτήματα. Το ένα κλαδεύει κεφάλια - το άλλο σημαδεύει σε ζεστές αγκαλιές. Η ιδέα οτι η πραγματικότητα είναι πλαστή ευφυώς δημιουργεί υποερωτήματα και πίνακες ασφαλείας. Και όταν τρέχω να σωθώ από ένα φιλικό άγγιγμα βυθίζομαι στην απύθμενη σέπια, χλωρά κλαδιά που προσφέρουν ασφάλεια για την πτώση και μια λεύκα στο δωμάτιο του μωρού.

Ο δρόμος περιτυλίγεται στις φλόγες, τρέχω για να σώσω ό,τι έμεινε από μια προοπτική παλιά. Σκονισμένη όσο η υγρή σου καλοσύνη. Υδράργυρος που τρέχει σε δοχεία και έπειτα ξαναγυρίζει ουρλιάζοντας στα τοιχώματα. Ραγίζοντας ξέρεις τι σημαίνει. Πολλά ραγίζουν όταν πέφτουν. Πολλά κομμάτια σε πολλά πατώματα σκακιέρες. Πολλά χέρια που μαζεύουνε στα αίματα τα γυαλιά. Και πολλά χείλη που τα φιλάνε ευλαβικά ανοίγοντας σχισμές και ράμματα στα πλευρά τους. Δύο αριστερά, τρία δεξιά - η μαγική συνταγή του πόνου που λατρεύεις. Και ένα ανοιγμένο άκρο με τρυφερότητα.

Ξεχνιέμαι σε ασφυκτική πίεση ενώ ένας κόσμος στρομβυλίζεται σε 100 κομμάτια μιας καταιγίδας που ξέσπασε σε αυγουστιάτικη μέρα. Μικρές αρθρώσεις τρέχουν να σωθούν από την Εγνατία Οδό. Ο θεούλης βυθίστηκε σε πλήξη και βρωμάει ψαρίλα. Η τύχη δουλεύει ενώ ο εγκέφαλος κοιμάται σε παπλώματα χωρίς έδαφος. Ποτισμένο, αναδύει μούχλα και σουπιά από κατεστραμμένα λύκνα. Πέθανες και τρελάθηκες στην άβυσσο της ημέρας. Γλυκά πεθαίνω στην μαγική απόλαυση της φύσεως. Ταύτιση, όχι μεγάλη τρέχει για να συναντήσει εκατοντάδες πιόνια που θα σκοτωνόντουσαν έτσι και αλλιώς στην βάφτιση. Σοπενάουερ είπες. Καλώς την.

Καπνοί αναδύονται από εγκοπές και λέξεις. Ήρθα, είπες. Οι τρίχες μου ορθώθηκαν σαν να άνοιξα το στόμα για να σκίσω χορδές. Άπειρα σπίτια σε μια σειρά από οδούς με φωτογραφίες Σελήνης. Ξεσπάσματα αγαθοσύνης για δυσνόητους λεπρούς. Με φτερά και λέπια στο πλάι. Εκεί που κανονικά είναι η άρνηση. Καλησπέρα.

Ορθώνεσαι σαν νύχτα. Επισκιάζεις κουνημένα πρόσωπα. Καλύπτεις με βογγητά τις φαντασιώσεις των γύρω επισκεπτών. Σε ουρές. Σε μάζες. Σε κύματα. Κυνηγάς μέχρι εξαφάνισης αυτούς που σε κοιτάνε με σάλια που στάζουν και με μάτια που έχουν πελώριο, γουρλωμένο άσπρο.

Σαφώς και ήταν. Σαφώς και δεν γδύθηκα - ψάχνοντας την Τυφλίδα μου συχνά βρίσκομαι σε λάθος στροφές. Όπως φωτίζουν τα έντομα. Όπως υπακούνε οι πνιγμοί.  Όπως διψάνε οι φτωχοί. Όπως σαπίζουνε οι άνεμοι. Όπως αναπνέουν τα ήρεμα. Όπως αδυνατίζουν οι ακέφαλοι. Όπως πνίγονται τα πλοία σου. Όπως δίνονται σε χίλιες πουτάνες οι μέρες σου. Όπως αμύνονται οι λυσσασμένοι. Κοίτα και λίγο αριστερά δεξιά. Βλέπεις τι χάνεις?

Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ  Τ

Με ποιόν γελάς τώρα?

Monday, August 20, 2012

φυγή

Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για το αλισβερίσι, σταματώ κοιτώντας ψηλά σύννεφα και εποχές να στρομβιλίζονται. Μέσα στην ησυχία της μεσημεριάτικης απομόνωσης το μόνο που προλαβαίνω να αντιληφθώ είναι οι δρόμοι που με καλούν να αποχωρήσω, να οδηγηθώ σε πενήντα ξημερώματα και σε εβένινα ηλιοβασιλέματα ανήλεων ερήμων. Μέρη που δεν έχει πατήσει κανείς από τότε που οι καρδιές τους ράγισαν και τις τοποθέτησαν ευγενικά σε ένα σεντούκι, με ένα χαμόγελο που δυσκολευόντουσαν να σχηματίσουν από τον πόνο και τις κακουχίες.

Η επιστροφή φαντάζει εύκολη - ωστόσο πριν προλάβω να αντιδράσω αποκοιμήθηκα σε ακτές και σε όχθες ποταμών που είχα αγαπήσει και κλάψει. Τα βήματά μου ακολουθούν εμένα ή εγώ τα βήματα, προχωράω προς ένα μεγάλο άγνωστο και αυτό με χαιρετάει κάπου που δεν μπορώ να το δω και πότε άλλωστε μπορώ να το αγαπήσω όταν δεν ξέρω τι θα μου δώσει και πόσο θα το σιχαθώ?

Έλεγα οτι η ιδιότητα του να νιώθεις την ηλικία σου στους ώμους δίνει ξεχασμένες αναμνήσεις και ιδιότητες καμμένες σε σκληρές απαντήσεις. Θυρωρός στο πεζοδρόμιο που πρόσεχα, ξεγελάστηκα από τις αιτίες και τα αιτιατά, οι περίπλοκοι γλωσσικοί συνδυασμοί με άφησαν ανάπηρο σε επίπεδο που δεν το θυμάμαι, τέσσερα τετράγωνα με ακολουθούν σε ρυθμούς παλιών τραγουδιών. Παλινδρομώ με ώμους σκυφτούς. Και αναρωτιέμαι μέχρι πότε η άδικη σύγκριση θα πάρει τέλος και θα ταξιδέψει σε ακτές χωρίς ανθρώπους. Με μόνο την άμμο και την παλίρροια για παρέα σε αφωνία.


Περπατάω μόνος σε μεγάλους δρόμους και σε τεράστιες λεωφόρους. Προσπαθώντας να θυμηθώ τι ήταν αυτό που με είχε κάνει να γελάσω και τι ήταν αυτό που με είχε αγκαλιάσει μέχρι το τέλος της ύπαρξής μου και με είχε τυλίξει σε ένα τέλειο καταφύγιο όπου περίμενα νωχελικά και όμορφα κάτι που είχα ξεχάσει πια τι είναι.



Monday, July 23, 2012

κύκλοι

Ανοίγω τα μάτια μου σε έναν κύλινδρο που με περιτριγυρίζει. Αφαιρώντας παραμέτρους, ο κύλινδρος στέκει, χωρίς κίνηση αλλά και χωρίς άνοιγμα. Και υποννοεί οτι αυτό είναι απειλή. Οτι με μια λάθος κίνηση θα βρεθώ τυλιγμένος από το βολικό του περίβλημα ενώ αυτό μου σπάει κόκκαλα και με φτιάχνει καθ' εικόνα και καθ' ομοίωσή του. Ένα καλούπι που δομεί ψυχρότητα. Που δομεί αδιαφορία. Που δομεί φόβο για το μέσα και για το έξω. Να μιλήσω ή θα βεβηλώσω? Να σιωπήσω ή θα λείψω την στιγμή που χρειάζεται?

Κύκλοι περιτριγυρίζουν εκτάσεις. Μέχρι εκεί που μπορώ να δω. Μέχρι εκεί που θυμάμαι και δεν έχει συμβεί ακόμα - προεκτάσεις στον χρόνο, προεκτάσεις στον χώρο. Και μπλέκονται σε ένα τεράστιο παραμορφωμένο λουλούδι της ζωής. Αλλά λειτουργεί αντίθετα. Απομακρύνει, αποδομεί, παραλύει, τεμαχίζει, παραμορφώνει, διαμελίζει. Η λειτουργία τους είναι απλή. Το καθένα έχει ένα γεγονός σε τροχιά. Όταν αυτή η τροχιά φτάσει στη μεριά σου, στη κατεύθυνση και στο χρονικό σου σημείο το γεγονός επαναλαμβάνεται. Και άλλες φορές ψιθυρίζει οτι εδώ είναι, έφτασε, το νιώθεις? Άλλες φορές ουρλιάζει κλείνοντας τον δρόμο για ό,τι σε κάνει άνθρωπο.

Εκτάρια από γκρί έντομα καταπίνουν τον μίτο της Αριάδνης μου ενώ κόκκαλα ξεπετάγονται από σημεία που δεν ανήκουν μεγαλώνοντας αδιάκοπα. Κύκλοι από κόκκινο που ξερνάνε μαύρη λασπωμένη μελάσα σε κομματάκια χάνονται στη διαδρομή από πέτρες. Η χλωροφύλλη δεν είναι πια για παιδιά, διδάσκει μόνο την άπραγη αποστασιοποίηση. Τον άπραγο σαδισμό. Το βιολετί γίνεται επικίνδυνο για την υγεία και την ειλικρίνεια. Δεν έχω άλλους ανθρώπους που να μιλήσω για την άδειά μου αφού άνοιξαν διάπλατα, παραμορφωμένα τα στόματά τους μέσα σε μια νύχτα και κοιμήθηκαν σε λήθαργο. Γαργάρες από βιτριόλι είναι πια καθημερινή θεραπεία για την μηνιγγίτιδα. Και από εδώ και πέρα, μόνο υπόγεια τούνελ και διάδρομοι με άρρωστα φώτα.

Χρειάζεται να πάρω σκάλα. Χρειάζεται να ανέβω σε οροφή από μαλακή στάχτη και να καλέσω αγγέλους. Σε ισόγεια μαζεύονται μόνο νεκροί πια. Στους δεύτερους ορόφους τρώνε μέχρι να ουρλιάξουν σαν λύκοι. Και όσοι κάθονται σε παγκάκια δεν θα κοιμηθούν ποτέ ξανά. Ζητάω να πάρω ανάσα και ας είναι παγωμένος ο αέρας - τον νιώθω πιο καθαρό έτσι. Χρειάζομαι και άλλο ύψος. Και άλλο χιόνι να με διαπερνά σε διαδρομές που δημιουργώ στο μυαλό μου. (Δεν είναι στην πραγματικότητα τόσο δύσκολο. Δεν είναι παρά ροές νευρώνων.) Και άλλοι τόποι με καλούν ξανά. Ανάσα γαμώ το κερατό μου. Ανάσα μέχρι να πονέσω στα πνευμόνια μου. Ανάσα μέχρι να δω τον κύλινδρο να ραγίζει. Ανάσα μέχρι να εξορκίσω αυτό που με σφίγγει στα πλευρά και στην καρδιά.

Ανάσα μέχρι να δω εμένα, μόνο εμένα. Και εσένα. Εξέτισα την ποινή μου και δεν χρειάζομαι άλλους κυλίνδρους.


Thursday, June 7, 2012

χάρτες

Δεν άφησα την ευλογία του παλιού γαλάζιου να με σταματήσει. Δεν σταμάτησα όταν οι άνεμοι με παρακίνησαν σε κινητική αχρωμία και σε ευτυχία πλαστών ορίων. Δεν αναγνώρισα υποβολή σε μικροπρέπειες. Άφησα την ευκαιρία να αγαπήσω την σκουριασμένη κίνηση ενός τεράστιου περίπλοκου μηχανισμού αφαλάτωσης.

Και τίποτα δεν με φέρνει ξανά πίσω στην αιματηρή και άπειρη ανατολή περισσότερο από 16 απλά βήματα. Και όλα σε περιλαμβάνουν. Και όλα με τυλίγουν και με ανασηκώνουν και σε περιπλέκουν και σε αναδομούν, σε απογυμνώνουν από δέρματα παραισθήσεων και κακών εποχών και θανάτων. Η αλήθεια πάντα διαπερνά όλη τη σκέψη και την ελεγεία δαιμόνων και αστερισμών που εκχέουν απομεινάρια ανθρώπων. Πες σε ποιά χωράφια μπορώ να σχηματίσω τις λέξεις για να σε καλέσω και θα σταθώ στη μέση ενός τεράστιου λιβαδιού με ένα δώρο και με το δεξί χέρι στον αριστερό ώμο. Και θα φιλήσω την πρωινή δροσιά και την ελάχιστη απόσταση δύο σωμάτων σε ακινησία. Με τεντωμένα άκρα και στέρνα που κοιτάνε ουρανό.

Δεν άλλαξα την αναπνοή μου για άσθμα με ίσως. Δεν τέντωσα ώχρα για να περνάω άσκοπες μέρες σε καμβάδες με τη μορφή σου μέσα. Βαριανασαίνοντας όμως ξεκινάω πρωινά και μερικές λέξεις που φεύγουν από το στόμα σε ομοφωνία με παλιούς περιπάτους σε αναίμακτους δρόμους.


Αν όλες οι κινήσεις καταγραφόντουσαν ο χάρτης που θα έπαιρνα θα ήταν ο δικός σου.
Αν όλες οι εικόνες εξαφανιζόντουσαν για πιο ζεστά κλίματα θα μετακόμιζα μουρμουρώντας στίχους που τις αποτύπωσαν. Αν τα ραδιόφωνα έπαιζαν στατικό θόρυβο θα έβρισκα τον πιο λευκό για να θυμάμαι σιγοτραγουδώντας. Και αν το περπάτημά μου με βγάλει ποτέ πουθενά, αυτό θα είναι στη δικιά μου, αληθινή Καντάθ. Αυτή που έχει εσένα μέσα.

Sunday, February 19, 2012

ορίζοντες και ωκεανοί

Στο ακρωτήρι που στέκομαι όταν περιμένω τη θάλασσα να με φέρει σε τρυφερούς ανέμους βρίσκω την ξύλινη, θορυβώδη αποβάθρα μου με μια σημείωση που με περίμενε τα χρόνια που έλειπα. Στην σημείωση είναι μια διπλωμένη κάρτα και μέσα στην κάρτα μια ζωγραφιά που την ήξερα χωρίς να την ξέρω και που όταν ξεδιπλώνεται αναβλύζει ασημένιο με χρώματα που αναπνέουν. Και τα σύννεφα στον γκρίζο ουρανό αρχίζουν να κινούνται και τα χλωμά τοπία γίνονται πιο ζεστά. Ξεκινάει να φυσάει· το παλτό μου ανασηκώνεται από τον αέρα και κλείνω τα μάτια μου και ανοίγω το στέρνο μου για να τον αφήσω να εισχωρήσει όπως είχε να κάνει καιρό. Μου αρκεί για να χαμογελάω περιμένοντας.

Κρύβω τη ζωγραφιά στην τσέπη - και όταν και αν, θα την εμφανίσω και θα την έχω για να χαμογελάω συνέχεια.

[Caspar David Friedrich - Wanderer above the Sea of Fog (1818)]