Wednesday, December 10, 2008
Monday, December 8, 2008
Monday, December 1, 2008
Synesthesia
-> Royksopp - What else is there? (rapidshare download)
-> (Άν γίνει το link broken...)
Μερικές φορές κάθομαι και μεταφράζω σε γραφή ό,τι ακούω. Βάζω ένα κομμάτι και κάνω την μελωδία λέξεις. Ούτως ή άλλως η μουσική με στοιχειώνει, με ακολουθεί παντού και πάντα και αν όχι οτιδήποτε άλλο, είναι σίγουρα ένα πράγμα που διατηρώ να το κάνω ασταμάτητα, και αέναο ακόμα δεν το βαριέμαι ποτέ. Είναι όπως άλλοι έχουν σε αυτό το βαθμό αγάπη για ταινίες, βιβλία, ή κάτι πιο αντισυμβατικό να μεταφέρει για αυτούς στιγμές, πρόσωπα και α-λήθει-ες.
Αυτό είναι η μετάφρασή μου στο What Else Is There?, μακράν το καλύτερο και ατμοσφαιρικότερο κομμάτι των Royksopp. Είναι ωραίο να ψάχνεις για συναισθησία μέσα απο συγχρονισμό και το κείμενο γράφτηκε ακριβώς με αυτό το κριτήριο· επομένως νομίζω πως η ουσία του είναι η ταυτόχρονη ακρόαση με ανάγνωση, για αυτό και δίνω το κομμάτι. Και φυσικά, παραπάνω απο ευπρόσδεκτες και άλλες μεταφράσεις.
(σ.σ.: Το τελευταίο μέρος του κειμένου γράφτηκε βάσει της full version από τον δίσκο, με την "έξοδο" στο τέλος, για αυτό και το youtube link δεν είναι του official video)
21
Οι κραυγές των διαμελισμών αντηχούν όσο δυνατά όσο και τα καρφιά όταν μπαίνουν στα κόκκαλα. Πετάμε πάνω απο ορίζοντες και πίνουμε το νερό της λήθης απο πηγές απαγορευμένες, θάβουμε βίαια ζωντανές τις συνειδήσεις μας γιατί τις πυρακτώσαμε μέχρι να πεθάνουν. Οι δρόμοι μας έρχονται σε άπειρα σταυροδρόμια που διασταυρώνονται σε ένα άπειρο μέτρο, χωρίς γεωμετρία, χωρίς γήινα συναισθήματα, χωρίς οίκτο παρ’ όλο που μας κοιτούσαν απορρημένα και αθώα, ζητώντας μια απάντηση για αυτό που δεν μπορεί να απαντηθεί, μήτε να ερωτηθεί.
Όλη μας η ιστορία κύκλοι εμμονικοί, απο τις ίδιες λέξεις, τα ίδια ρήγματα με τα ίδια χρώματα επιθανάτιας ανάσας. Μαυρίλα.
Και η ροή των μπουκαλιών με το αλκοόλ δεν μπορεί να σταματήσει, ρέει πλέον με λυγμούς και καλύπτει αποστάσεις που έχουν κουραστεί πια, μόνο γεράματα φέρνουν και σιγανά κουρασμένα κλάμματα μαζί με κάλυκες γνώριμους, αποτρόπαιους ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Όσο δεν κλείσουμε τα αναίμακτα πού σε αληθινά δωμάτια, δεν θα μπορέσουμε να ξαναπετάξουμε, ούτε καν με τα τσαλακωμένα χαρτιά που γράφουμε τις αναμνήσεις μας και ύστερα τα πετάμε ή τα κάνουμε καραβάκια και τα καίμε (τι όμορφα που καίγονται τα ερωτήματα και τα αδειανά μάτια μας πάνω στο νερό!). Τόσο θα συνεχίζεται η στοιχειωμένη μελωδία, τα μεταλλικά καπάκια στους δρόμους και τα καφέ που συχνάζαμε όταν ακόμα γνωρίζαμε τι θα πεί πορφυρό.
.
..
...
....
.....
Πετάω, ελαφρύς, ελαφρύτερος απο τον αέρα, την συνείδηση των σκυλιών και των αγίων τρελών, ελαφρύτερος απο το γέλιο, ελαφρύτερος απο την πιο στοιχειώδη εκδίκηση των ήχων που σου ψιθύρισα πρίν κοιμηθώ, ελαφρύτερος απο 21 γραμμάρια.
-> (Άν γίνει το link broken...)
Μερικές φορές κάθομαι και μεταφράζω σε γραφή ό,τι ακούω. Βάζω ένα κομμάτι και κάνω την μελωδία λέξεις. Ούτως ή άλλως η μουσική με στοιχειώνει, με ακολουθεί παντού και πάντα και αν όχι οτιδήποτε άλλο, είναι σίγουρα ένα πράγμα που διατηρώ να το κάνω ασταμάτητα, και αέναο ακόμα δεν το βαριέμαι ποτέ. Είναι όπως άλλοι έχουν σε αυτό το βαθμό αγάπη για ταινίες, βιβλία, ή κάτι πιο αντισυμβατικό να μεταφέρει για αυτούς στιγμές, πρόσωπα και α-λήθει-ες.
Αυτό είναι η μετάφρασή μου στο What Else Is There?, μακράν το καλύτερο και ατμοσφαιρικότερο κομμάτι των Royksopp. Είναι ωραίο να ψάχνεις για συναισθησία μέσα απο συγχρονισμό και το κείμενο γράφτηκε ακριβώς με αυτό το κριτήριο· επομένως νομίζω πως η ουσία του είναι η ταυτόχρονη ακρόαση με ανάγνωση, για αυτό και δίνω το κομμάτι. Και φυσικά, παραπάνω απο ευπρόσδεκτες και άλλες μεταφράσεις.
(σ.σ.: Το τελευταίο μέρος του κειμένου γράφτηκε βάσει της full version από τον δίσκο, με την "έξοδο" στο τέλος, για αυτό και το youtube link δεν είναι του official video)
21
Οι κραυγές των διαμελισμών αντηχούν όσο δυνατά όσο και τα καρφιά όταν μπαίνουν στα κόκκαλα. Πετάμε πάνω απο ορίζοντες και πίνουμε το νερό της λήθης απο πηγές απαγορευμένες, θάβουμε βίαια ζωντανές τις συνειδήσεις μας γιατί τις πυρακτώσαμε μέχρι να πεθάνουν. Οι δρόμοι μας έρχονται σε άπειρα σταυροδρόμια που διασταυρώνονται σε ένα άπειρο μέτρο, χωρίς γεωμετρία, χωρίς γήινα συναισθήματα, χωρίς οίκτο παρ’ όλο που μας κοιτούσαν απορρημένα και αθώα, ζητώντας μια απάντηση για αυτό που δεν μπορεί να απαντηθεί, μήτε να ερωτηθεί.
Όλη μας η ιστορία κύκλοι εμμονικοί, απο τις ίδιες λέξεις, τα ίδια ρήγματα με τα ίδια χρώματα επιθανάτιας ανάσας. Μαυρίλα.
Και η ροή των μπουκαλιών με το αλκοόλ δεν μπορεί να σταματήσει, ρέει πλέον με λυγμούς και καλύπτει αποστάσεις που έχουν κουραστεί πια, μόνο γεράματα φέρνουν και σιγανά κουρασμένα κλάμματα μαζί με κάλυκες γνώριμους, αποτρόπαιους ακριβώς για αυτόν τον λόγο. Όσο δεν κλείσουμε τα αναίμακτα πού σε αληθινά δωμάτια, δεν θα μπορέσουμε να ξαναπετάξουμε, ούτε καν με τα τσαλακωμένα χαρτιά που γράφουμε τις αναμνήσεις μας και ύστερα τα πετάμε ή τα κάνουμε καραβάκια και τα καίμε (τι όμορφα που καίγονται τα ερωτήματα και τα αδειανά μάτια μας πάνω στο νερό!). Τόσο θα συνεχίζεται η στοιχειωμένη μελωδία, τα μεταλλικά καπάκια στους δρόμους και τα καφέ που συχνάζαμε όταν ακόμα γνωρίζαμε τι θα πεί πορφυρό.
.
..
...
....
.....
Πετάω, ελαφρύς, ελαφρύτερος απο τον αέρα, την συνείδηση των σκυλιών και των αγίων τρελών, ελαφρύτερος απο το γέλιο, ελαφρύτερος απο την πιο στοιχειώδη εκδίκηση των ήχων που σου ψιθύρισα πρίν κοιμηθώ, ελαφρύτερος απο 21 γραμμάρια.
Sunday, November 30, 2008
...With Teeth
Έχοντας στάχτη απο καταιγίδες και κεραυνούς στα χέρια, σηκώνομαι και θέλω να σου προσφέρω λίγο έστω φώς απο αυτό που νιώθω στην καρδιά μου, γιατί φώς νιώθω όταν σκέφτομαι τον ήχο της σταγόνας που πέφτει σε ένα μεγάλο λιβάδι χρωμάτων.
Και όταν νιώθω τον ουρανό να σκοτεινιάζει και να με πνίγει, και οι στάχτες δεν φεύγουν απο τα χέρια μου, θέλω απλά να αρπάξω φωτιά, μπλέ, τεράστια, ανθισμένη απο χαρά που δεν λυγίζει απο όλους τους φόβους του κόσμου.
Γιατί όταν νιώθω τα μάτια σου να σκοτεινιάζουν, φοβάμαι.
Και όταν νιώθω τον ουρανό να σκοτεινιάζει και να με πνίγει, και οι στάχτες δεν φεύγουν απο τα χέρια μου, θέλω απλά να αρπάξω φωτιά, μπλέ, τεράστια, ανθισμένη απο χαρά που δεν λυγίζει απο όλους τους φόβους του κόσμου.
Γιατί όταν νιώθω τα μάτια σου να σκοτεινιάζουν, φοβάμαι.
Sunday, October 26, 2008
Παράμετρος
Ο καλός, στο τέλος της ημέρας, λέγεται μαλάκας.
...αλλά τελικά, ποιός μπορεί να ισχυριστεί απόλυτα και δικαίως οτι ήταν ο καλός?
...αλλά τελικά, ποιός μπορεί να ισχυριστεί απόλυτα και δικαίως οτι ήταν ο καλός?
Friday, September 26, 2008
απάντηση
Και αν μέσα σε ΆΣπΡους ανείπωτους αστερισμούς καίει κάτι απο τον εαυτό μου, συγχώρεσε την ατοπία του, απλούστατα βρέθηκε και βρίσκεται εκεί που αγαπά και νιώθει αληθινά γαλήνια - έστω και αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο παρά μια στιγμή στην στροφή των γραναζιών.
ΞέΡΕις πως η άνεση και η πίκρα δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους? Νομίζω πως η κίνηση είναι η -λογία της μοίρας και η εξέλιξη της πουπουλένιας ασυμμετρίας. Αντίσταση κατά των χορών (και χώρων), η μεγαλύτερη μυσταγωγία χάνεται στην γελοιότητα της, και στο γέλιο της ύπαρξης. Τι δεν υποχωρεί άλλωστε μπροστά του? Και το μόνο που τελικά βρίσκω οτι μπορώ να κάνω είναι να ζεσταθώ με γαλάζιο και να ακούσω κάτι γνωστό να χορεύει, χωρίς να νοιάζεται την κινησεολογία που όλοι φοβούνται. Την συμπαθώ νομίζω. Πολύ.
Δε νομίζω να ενοχλήθηκε η έκταση της, άλλωστε δεν βρίσκω τίποτε το σπουδαίο για να συνεχίσω, ίσως και να πέρασα το μήνυμα, ίσως και να έμεινε φευγαλέο και μπλέ, φλεγόμενο με ήρεμο καύσιμο την ευκαιρία για ακόμα μια ερώτηση γεμάτη αφέλεια και την επικίνδυνη, ξεχειλίζουσα ασφάλεια του νομίζω.
Thursday, September 18, 2008
Η Βροχή απο Κάτω
Νομίζω είναι μια κατηγορία δίσκων που είναι τόσο προσωπικοί, στον ήχο τους, στο concept τους, που γίνεται προσωπική υπόθεση και για τον ακροατή, και εν τέλει τόσο θα αγαπηθούν όσο θα αγνοηθούν. Το "Βροχή απο Κάτω" δεν αποτελεί για μένα απλά έναν τέτοιο δίσκο... Είναι κάτι στον οποίο είναι μέσα ενσωματωμένη η απόλυτη βύθιση στην ανατομία της ψυχής του ίδιου του Θανάση Παπακωνσταντίνου που καταλήγει να είναι η ίδια η εμβάθυνση με τον δικό μου εαυτό, είναι το πάντρεμα της παράνοιας με την ιδιοφυία, της μουσικής αποδόμησης με την ουσία της, η αντιεμπορικότητα κάποιου που δεν έχει να αποδείξει σε κανέναν τίποτα και έτσι απλά το κάνει, το ηχοτόπιο της ψυχικής απομόνωσης που βιώνει ένας άνθρωπος, πολύ περισσότερο ο (όπως έχει δείξει τουλάχιστον) ήδη εσωστρεφής Θ.Π..
Εισαγωγή: Κάψιμο. Όπως πρέπει για να σε μπάσει στο κλίμα. Σαν να σου λέει "Δεν πρόκειται να ακούσεις αυτόν τον δίσκο όπως πας, μην περιμένεις μελωδίες, λογική, χιούμορ. Απλά βούτα μέσα σου και μην περιμένεις να βγείς πουθενα". Ένας μηχανικός "Άι Βασίλης made in China" τραγουδάει απο πίσω την μόνη "μουσική", που αντηχεί παραμορφωμένη κάπου, στο βάθος - και που είσαι ακόμα!
Αμέσως μετά την απαγγελία των μινιμαλιστικών στίχων, απο τους πρώτους ήχους του "Βάλια Κάλντα" κάτι με ωθεί κατ' ευθείαν στο απόλυτο σκοτεινό trip. Ίσως οι πρώτοι ήχοι που μοιάζουν να είναι μια διαστρεβλωμένη εκδοχή της πραγματικότητας, κάτι που φαινομενικά είναι αναγνωρίσιμο αλλά τελικά δεν αντιστοιχούνται σε ήχους που ακούς γύρω σου, σαν να προσθέτει καινούρια φαινόμενα και όντα σε αυτά που ξέρεις ήδη. Γίνομαι γραφικός? Πραγματικά αυτή την αίσθηση μου δίνει. Στο καπάκι τα πιο χαμηλά φωνητικά που κάνει ποτέ ο Παπακωνσταντίνου σε συνδυασμό με τον τόνο του, την φαλτσαδούρα του και το οτι δεν τραγουδάει κανείς άλλος στον δίσκο επιβεβαιώνει για μένα την εσωστρέφεια που αναδύει αυτό το σύνολο.
Ειλικρινά δεν έχω αρκετά λόγια για τις ενορχηστρώσεις οι οποίες ξεπερνούν κάθε όριο σίγουρα όσης ελληνικής μουσικής έχω ακούσει, ίσως συγκρινόμενες μόνο με το "Ανάσες Των Λύκων" (παρεπιπτόντως ο Βελιώτης συμμετέχει και εδώ), αλλά και πάλι σε σχέση με αυτό φτάνει σε άλλα ύψη η πολυπλοκότητα και η εξωφρενική διαλογή των samples (ναι, samples! o δίσκος είναι κατα συντριπτική πλειοψηφία ηλεκτρονικός) απο οπερατικά φωνητικά, φάλτσα πιάνο, τελάληδες, απαγγελίες ποιημάτων (Ο Σκύλος Των Άστρων), τα παιδιά του Θ.Π. και το πιο τρελό τελικά είναι οτι δένουν ανατριχιαστικά και διεστραμμένα καλά. Σαν να δημιουργείται μια νέα σύνδεση μεταξύ πράγματων που ποτέ δεν θα μπορούσαν και δεν θα έπρεπε να μπορούν να σχετίζονται.
Οι στίχοι είναι ακόμα πιο μυστικιστικοί απ' ότι συνήθως και ψιθυρίζουν αλήθειες που αγγίζουν χορδές πολύ, πολύ μέσα και βαθειά. Είτε γραμμένοι απο τον ίδιο, είτε απο άλλους που μίλησαν πρίν απο και μέσα απο αυτόν, απαγγέλονται, ψέλνονται, ψιθυρίζονται, ή μπλέκονται ακρωτηριασμένοι απο φίλτρα μέσα στο χάος των κομματιών για να τους προσέξεις σε μελλοντική ακρόαση ή ακόμα και καθόλου.
Το γενικότερο αίσθημα outro που παίρνω ξεκινώντας με το "O Satie στην Χιμάρα", για μένα λειτουργεί ως ένα είδος ηρεμίας μετά την καταιγίδα, κατευνάζει με μια δόση απο το μούδιασμα της "μετα-μέθης", μετά τον ψυχαναγκασμό και την συγκρατημένη βιαιότητα κομματιών όπως "Το όνειρο της σκιάς". Σαν να φτάνεις σε κάτι λίγο πιο φωτεινό, σε κάποιο σημείο που δεν είναι όλα μια ατελείωτη και ανεξέλεγκτη ροή. Γεύση απο ανήσυχο ύπνο, ίσως. Και την ευκαιρία να βάλεις λίγο σε σειρά όσα ένιωσες σκάβοντας.
1 Ό,τι δεν μπόρεσε
2 Βάλια Κάλντα
3 Ο σκύλος των άστρων
4 Ορυχεία
5 Άϋπνη πόλη
6 Μου ‘κλασες τ’ αρχίδια κύριε Μοίραρχε
7 Sara
8 Η βροχή από κάτω
9 Το όνειρο της σκιάς
10 Τα μολύβια
11 Ο Tselnikas
12 Ο Satie στη Χιμάρα
13 Τώρα τέλος
14 ...κι άλλη Άυπνη πόλη
Friday, September 12, 2008
Void
Περίεργη αίσθηση. Σαν να περπατάς πάνω στα συντρίμμια που καιρό πρίν ήδη ήταν έτσι, στο έδαφος, ίσως και να κάπνιζαν. Και με τον καιρό, χωρίς να είναι απαραίτητα πολύς, συνέχισαν να γίνονται μικρότερα κομμάτια, η άμορφη μάζα απο κάτι που δεν έχει σημασία πια τι ήταν.
Οι εφιάλτες που σφραγίζουν μέσα σου το άγγιγμα το βράδυ, οι μόνοι άστεγοι κάτοικοι του ημιυπογείου και η σημασία των λέξεων που όπως πάντα χάθηκε στην πορεία. Λάθος σφιγμομετρήσεις, βεβιασμένες απαντήσεις και το φάλτσο βιολί που ακούγεται απο ένα κρυφό μέρος του εγκεφάλου σου που διοργανώνονται συμφωνίες σε πι δίεση μινόρε*
Ξεθάβω διάφορα κείμενα, μερικά είναι αστεία και απλοϊκά, πέφτω πάνω σε δύο που μου θυμίζουν κάτι πολύ έντονα, είμαι σίγουρος οτι υπήρξαν παραπάνω απο αυτό, οτι τα έχω δεί ολοκληρωμένα. Αφού ψάχνω λίγο, χαμογελάω γιατί θυμήθηκα πως τα έχω χαρίσει. Το ένα σε σένα (είναι ενδιαφέρον πως η αντωνυμία αυτή για μένα έχει χάσει πια οριστικά την αρχική της λειτουργία και δεν υπάρχει μάλλον κανένα νόημα μετά απο κάποιο καιρό, απλά καταλήγει να αντιπροσωπεύει μια έννοια, μια φαντασίωση, παρά κάποιο πρόσωπο. Άσχετα αν φυσικά γράφεται κάθε φορά για κάποιο συγκεκριμένα.), και με μια δόση ευγενικής πικρίας δοκιμάζω να ανακαλέσω λίγο περισσότερο... Μάλιστα. Παρατηρώ με περίσσια ηρεμία -λίγο απο την ηρεμία των 3:00 το πρωί- την συγχρονικότητα και την προοικονομία που φυσικά ανθυποβάλλομαι να δώ πίσω απο προτάσεις.
Ένας απο τους χίλιους ειρμούς με εκλιπαρεί να σταματήσω, διότι κάθε κίνητρο είχε χαθεί απο το γκρρρρραουνγκ της πένας πάνω στις φωνητικές μου χορδές. Εγώ όμως δεν πιστεύω σε τέτοιου είδυς θάνατο -όχι πάντα τουλάχιστον. Είναι απίστευτη η ροή του εκκεντρισμού, η χημεία και τα
Βασικά είναι κάτι που δεν έχω αποφασίσει πώς νιώθω για αυτό, και πολλές φορές το αρνούμαι γιατί θέλω να πιστεύω οτι ζώ κάτι αληθινό. Μπορεί να κατάφερες εκείνη την στιγμή να αποδείξεις οτι ο ουρανός δεν είναι μπλέ και οτι τίποτα δεν είναι, ακόμα και όταν υπάρχει, αλλά ξέρω πως ό,τι και να πείς, για ό,τι και αν πείσεις, ξέρω πως δεν τρελάθηκα ακόμα. Παρ' όλα αυτά μπορεί και να είχες δίκιο οτι θέλω να ζω σε παραμύθια. Βασικά τις τελευταίες μέρες τις περνώ αποφασίζοντας αν αυτό είναι κάτι που με εξυπηρετεί ή όχι, και τι θα πεί το να μην ζώ σε παραμύθι και τι αποτέλεσμα θα έχει αυτό, εφ' όσον φυσικά όλο αυτό ορίζεται ως παραμύθι. Καμιά ιδέα? Γιατί εγώ μόνο μιζέρια βλέπω αλλιώς. Μπορεί φυσικά εγώ να είμαι ο μίζερος, δεν ξέρω.
Υποτίθεται πως οι μηχανικοί ήχoι απο Θ και Ι (χωρίς τελείες) θα με άφηναν να βγάλω απο μέσα μου τα σκουλίκια που με κατατρώνε: και ας με τιμωρήσουν που δεν διάλεξα άλλη καλύτερη μέρα. Το νόημα πολύ συχνά γιουχάρεται διότι η αναπάντεχη θλίψη -συνείδηση, ίσως- που φέρνει δεν είναι για στομάχια ελαφριά. Ούτε η θεωρία πως η γή αγγίζει τον ουρανό απλώνοντας το χέρι. (ή ωκεανό ήθελα να γράψω?)
Βασικά δεν είπα ακόμα τι είναι αυτό για το οποίο δεν έχω αποφασίσει πως νιώθω. Είναι πολύ απλά το γεγονός οτι σε έναν χρόνο όλα αυτά θα είναι αστεία σχεδόν, και δεν θα έχουν καμία σημασία. Και όμως έγιναν, και ήταν τόσο αληθινά και είχαν διαστάσεις, μάζα, βάρος όταν έγιναν. Δεν ξέρω αν αυτό κάνει το πέσιμο πιο ελαφρύ ή πιο βαρύ - μερικές φορές απλά νομίζω οτι με κάνω να πέφτω πιο δυνατά για να με πείσω οτι όλα αυτά έχουν σημασία και είναι αλήθεια. Ό,τι γαμημένο πια και αν αντιπροσωπεύει αυτή η λέξη. Γιατί νομίζω η πιο συνηθισμένη φράση που μου καρφώνεται εδώ και καιρό είναι οτι δεν ξέρω τι είναι αληθινό πια. Ιδίως όταν σκέφτομαι πράγματα που ειπώθηκαν και τότε ήταν συναισθησία, ήταν χρώμα απο ήχους που αιωρούνταν και με γέμιζαν με κάτι που είχα ανάγκη, τώρα σποραδικές φράσεις σε κάποιες ξεχασμένες αναμνήσεις ή άλλων ειδών μνήμες.
Γλιστράς μέσα απο θαμμένα βλέμματα μιας ατέλειωτης πεδιάδας. Μέσα απο άυλες και τόσο υπαρκτές αναμνήσεις, απο στέπες εικόνων, απο βροχές με σταυροδρόμια και επαναλαμβανόμενες εικόνες. Μέσα απο τελευταίες λέξεις και τις πιο απεγνωσμένες των προσπαθειών να πείσεις τον εαυτό σου για αυτά που πάντοτε ήταν, ό,τι ποτέ δεν παραδέχτηκες.
Κρίμα, ήταν ωραίο κείμενο. Απο αυτά που δεν πιέζεις να βγούνε. Δεν ξέρω τι θα απογίνει, μάλλον θα σαπίσει κάπου μαζί με την θήκη και εν τέλει να χαθεί.
Περιμένοντας έναν τριψήφιο αριθμό συχνά μπαίνω στο δίλημμα: έχουμε αξιοπρέπεια σε αυτόν τον κόσμο, ένα μικρό θραύσμα έστω του τι υπήρξε πρίν απο το μπουρδέλο αυτό και τους ραγισμένους καθρέφτες που συνεχίζουν να κοιτάνε τρομαγμένοι ο ένας τον άλλον: είναι ό,τι είχαμε ποτέ - και δεν έχει όνομα. Και ενώ τα όνειρά μου τραγουδάνε εγώ γρυλίζω, διπλώνουν και εγώ ξετυλίγομαι γυμνός, με παραμορφωμένο γέλιο, νύχια και διάθεση να τεμαχίσω.
----------------------------------
*όταν τα σκουλίκια κατατρώνε τον εγκέφαλο, ακούγεται η φάλτσα συμφωνία τους σε πι δίεση μινόρε. Πού και πού, αφαιρούμαι και τραγουδάω στον ρυθμό. Χίλια σφυριά που κοπανάνε δόντια. Χίλια σφυριά που λιώνουν κρανία. Δέκα χιλιάδες λέξεις που μπορούν να κάνουν την ίδια δουλειά χωρίς κόπο και αίμα.
Οι εφιάλτες που σφραγίζουν μέσα σου το άγγιγμα το βράδυ, οι μόνοι άστεγοι κάτοικοι του ημιυπογείου και η σημασία των λέξεων που όπως πάντα χάθηκε στην πορεία. Λάθος σφιγμομετρήσεις, βεβιασμένες απαντήσεις και το φάλτσο βιολί που ακούγεται απο ένα κρυφό μέρος του εγκεφάλου σου που διοργανώνονται συμφωνίες σε πι δίεση μινόρε*
Ξεθάβω διάφορα κείμενα, μερικά είναι αστεία και απλοϊκά, πέφτω πάνω σε δύο που μου θυμίζουν κάτι πολύ έντονα, είμαι σίγουρος οτι υπήρξαν παραπάνω απο αυτό, οτι τα έχω δεί ολοκληρωμένα. Αφού ψάχνω λίγο, χαμογελάω γιατί θυμήθηκα πως τα έχω χαρίσει. Το ένα σε σένα (είναι ενδιαφέρον πως η αντωνυμία αυτή για μένα έχει χάσει πια οριστικά την αρχική της λειτουργία και δεν υπάρχει μάλλον κανένα νόημα μετά απο κάποιο καιρό, απλά καταλήγει να αντιπροσωπεύει μια έννοια, μια φαντασίωση, παρά κάποιο πρόσωπο. Άσχετα αν φυσικά γράφεται κάθε φορά για κάποιο συγκεκριμένα.), και με μια δόση ευγενικής πικρίας δοκιμάζω να ανακαλέσω λίγο περισσότερο... Μάλιστα. Παρατηρώ με περίσσια ηρεμία -λίγο απο την ηρεμία των 3:00 το πρωί- την συγχρονικότητα και την προοικονομία που φυσικά ανθυποβάλλομαι να δώ πίσω απο προτάσεις.
Ένας απο τους χίλιους ειρμούς με εκλιπαρεί να σταματήσω, διότι κάθε κίνητρο είχε χαθεί απο το γκρρρρραουνγκ της πένας πάνω στις φωνητικές μου χορδές. Εγώ όμως δεν πιστεύω σε τέτοιου είδυς θάνατο -όχι πάντα τουλάχιστον. Είναι απίστευτη η ροή του εκκεντρισμού, η χημεία και τα
Βασικά είναι κάτι που δεν έχω αποφασίσει πώς νιώθω για αυτό, και πολλές φορές το αρνούμαι γιατί θέλω να πιστεύω οτι ζώ κάτι αληθινό. Μπορεί να κατάφερες εκείνη την στιγμή να αποδείξεις οτι ο ουρανός δεν είναι μπλέ και οτι τίποτα δεν είναι, ακόμα και όταν υπάρχει, αλλά ξέρω πως ό,τι και να πείς, για ό,τι και αν πείσεις, ξέρω πως δεν τρελάθηκα ακόμα. Παρ' όλα αυτά μπορεί και να είχες δίκιο οτι θέλω να ζω σε παραμύθια. Βασικά τις τελευταίες μέρες τις περνώ αποφασίζοντας αν αυτό είναι κάτι που με εξυπηρετεί ή όχι, και τι θα πεί το να μην ζώ σε παραμύθι και τι αποτέλεσμα θα έχει αυτό, εφ' όσον φυσικά όλο αυτό ορίζεται ως παραμύθι. Καμιά ιδέα? Γιατί εγώ μόνο μιζέρια βλέπω αλλιώς. Μπορεί φυσικά εγώ να είμαι ο μίζερος, δεν ξέρω.
Υποτίθεται πως οι μηχανικοί ήχoι απο Θ και Ι (χωρίς τελείες) θα με άφηναν να βγάλω απο μέσα μου τα σκουλίκια που με κατατρώνε: και ας με τιμωρήσουν που δεν διάλεξα άλλη καλύτερη μέρα. Το νόημα πολύ συχνά γιουχάρεται διότι η αναπάντεχη θλίψη -συνείδηση, ίσως- που φέρνει δεν είναι για στομάχια ελαφριά. Ούτε η θεωρία πως η γή αγγίζει τον ουρανό απλώνοντας το χέρι. (ή ωκεανό ήθελα να γράψω?)
Βασικά δεν είπα ακόμα τι είναι αυτό για το οποίο δεν έχω αποφασίσει πως νιώθω. Είναι πολύ απλά το γεγονός οτι σε έναν χρόνο όλα αυτά θα είναι αστεία σχεδόν, και δεν θα έχουν καμία σημασία. Και όμως έγιναν, και ήταν τόσο αληθινά και είχαν διαστάσεις, μάζα, βάρος όταν έγιναν. Δεν ξέρω αν αυτό κάνει το πέσιμο πιο ελαφρύ ή πιο βαρύ - μερικές φορές απλά νομίζω οτι με κάνω να πέφτω πιο δυνατά για να με πείσω οτι όλα αυτά έχουν σημασία και είναι αλήθεια. Ό,τι γαμημένο πια και αν αντιπροσωπεύει αυτή η λέξη. Γιατί νομίζω η πιο συνηθισμένη φράση που μου καρφώνεται εδώ και καιρό είναι οτι δεν ξέρω τι είναι αληθινό πια. Ιδίως όταν σκέφτομαι πράγματα που ειπώθηκαν και τότε ήταν συναισθησία, ήταν χρώμα απο ήχους που αιωρούνταν και με γέμιζαν με κάτι που είχα ανάγκη, τώρα σποραδικές φράσεις σε κάποιες ξεχασμένες αναμνήσεις ή άλλων ειδών μνήμες.
Γλιστράς μέσα απο θαμμένα βλέμματα μιας ατέλειωτης πεδιάδας. Μέσα απο άυλες και τόσο υπαρκτές αναμνήσεις, απο στέπες εικόνων, απο βροχές με σταυροδρόμια και επαναλαμβανόμενες εικόνες. Μέσα απο τελευταίες λέξεις και τις πιο απεγνωσμένες των προσπαθειών να πείσεις τον εαυτό σου για αυτά που πάντοτε ήταν, ό,τι ποτέ δεν παραδέχτηκες.
Κρίμα, ήταν ωραίο κείμενο. Απο αυτά που δεν πιέζεις να βγούνε. Δεν ξέρω τι θα απογίνει, μάλλον θα σαπίσει κάπου μαζί με την θήκη και εν τέλει να χαθεί.
Περιμένοντας έναν τριψήφιο αριθμό συχνά μπαίνω στο δίλημμα: έχουμε αξιοπρέπεια σε αυτόν τον κόσμο, ένα μικρό θραύσμα έστω του τι υπήρξε πρίν απο το μπουρδέλο αυτό και τους ραγισμένους καθρέφτες που συνεχίζουν να κοιτάνε τρομαγμένοι ο ένας τον άλλον: είναι ό,τι είχαμε ποτέ - και δεν έχει όνομα. Και ενώ τα όνειρά μου τραγουδάνε εγώ γρυλίζω, διπλώνουν και εγώ ξετυλίγομαι γυμνός, με παραμορφωμένο γέλιο, νύχια και διάθεση να τεμαχίσω.
----------------------------------
*όταν τα σκουλίκια κατατρώνε τον εγκέφαλο, ακούγεται η φάλτσα συμφωνία τους σε πι δίεση μινόρε. Πού και πού, αφαιρούμαι και τραγουδάω στον ρυθμό. Χίλια σφυριά που κοπανάνε δόντια. Χίλια σφυριά που λιώνουν κρανία. Δέκα χιλιάδες λέξεις που μπορούν να κάνουν την ίδια δουλειά χωρίς κόπο και αίμα.
Tuesday, July 8, 2008
The lowest common denominator
Η βροχή, οι αναμνήσεις, τα επίδοξα επίθετα περιγραφών διαφόρων ειδών, σχημάτων και ποιότητας, όλα απλά κουλτουριάρικες μπούρδες. Το νόημα είναι οτι δεν αντέχω άλλο. Δεν με ενδιαφέρει ποιός το διαβάζει, γιατί και αν θα αντέξει άλλη μια γκρίνια ως το τέλος, αλλά δεν αντέχω, δεν βρίσκω τίποτα απλά τίποτα, ούτε ένα μικρό κομμάτι χώμα να σταθώ, και αυτό που βρήκα και για λίγο δοκίμασα να τα χτίσω όλα πάνω του, και αυτό εξαφανίστηκε αφήνοντας απλά κενό, γκρίζο, αηδιαστικό, εμετικό κενό, ασθματική αναπνοή και κακό ύπνο. Δεν υπάρχει τίποτα που να μου πάει καλά, δεν βρίσκω νόημα σε τίποτα, δεν καταλαβαίνω γιατί συνεχίζω βλακωδώς στα ίδια ηλίθια μονοπάτια, όταν βλέπω τους μαλάκες να βρίσκουν όλη την γλύκα και ευχαρίστηση στην γαμημένη ζωή. Δεν αντέχω άλλο, δεν μπορώ άλλο να πιστεύω σε ένα άυλο και απροσδιόριστο δίκαιο, και να πράττω σύμφωνα με αυτό. Δεν μπορώ άλλο να τρώω μούτζες απο τα πάντα όταν δεν έκανα τίποτα για να αξίζω καμία απο αυτές. Δεν αντέχω άλλη μοναξιά ενώ είμαι ασφυκτικά περιτριγυρισμένος απο άτομα, και δεν αντέχω άλλη απογοήτευση απο πράγματα στα οποία εναποθέτω ελπίδες, αυτή την στιγμή τίποτα, μα τίποτα δεν έχει σημασία τίποτα μα τίποτα δεν έχει την παραμικρή στάλα της δικαίωσης ή της θετικότητας ή της ελπίδας. Δεν γίνεται για άλλη μια φορά αυτό το μικρό πράγμα, το μόνο που ζητάω τόσο να μην μου δίνεται χωρίς να μου παρθεί άδικα, με τόσο χλευαστικό τρόπο. Και όσο πιο πολύ κοιτάζω, τόσο πιο άδεια φαίνεται η ζωή μου, χειρότερα απο χάος, δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό, τίποτα που πραγματικά να είναι σημαντικό, δεν μπορώ να νιώσω οτι ζώ γιατί πολύ απλά δεν έχω ζωή, απλά υπάρχω σωματικά σε έναν χώρο και το μόνο που μου έχει απομείνει είναι να προσπαθώ να συνεχίζω να υπάρχω σωματικά σε αυτόν, η ψυχρή επιβίωση. Θέλω τόσο πολύ όμως και να ζήσω, όχι μόνο να υπάρχω.
Θέλω απλά να κλείσω τα μάτια και να βρεθώ αλλού, μακριά, πολύ πολύ μακριά και ήρεμα.
Που είσαι? Σε χρειάζομαι.
Monday, May 5, 2008
...Οg ég fæ blóðnasir, en ég stend alltaf up...
Πάντα έτσι είναι. Πάντα έτσι είναι. Απολήξεις νεύρων καυτηριασμένες, έχουν παίξει τον ρόλο τους, έχει τελειώσει το σκηνικό, η ιστορία. Τελικά πόσα πράγματα σου μένουν, πόσα είναι αληθινά? Αφήνεις πίσω σου αναλογικές μνήμες, δηλαδή άπειρης διάρκειας, παρ' όλο που ανήκουν σε πεπερασμένο χρόνο. Άπειρη διάρκεια, άπειρη διασπορά, άπειρη αλήθεια, άπειρες στιγμές.
Πάντα έτσι είναι. Μένει ένα χαμόγελο αχνό που παλεύεις και ορκίζεσαι οτι είναι αληθινό και απο μέσα σου, και θα έκανες τα πάντα για να το αποδείξεις, για εσένα μάλλον εν τέλει περισσότερο απο ο,τι για τους άλλους. Είναι αλήθεια, είναι αλήθεια, είναι αλήθεια, είναι...... ψυχαναγκαστικές σκέψεις με γεμίζουν και δεν με αφήνουν να κοιτάξω αυτό που βλέπω μπροστά μου, είμαι σε άλλον κόσμο και ακούω κάθε λέξη της παράστασης, που κρύβει απο πίσω άλλη μια λέξη που λέει μια άλλη ιστορία παράλληλα, την δικιά μου, κάθε κίνηση αποκαλύπτει μια άλλη κίνηση που ξέρω, που γνωρίζω βασανιστικά καλά, εγώ την ανάγκασα να βγεί και να φανερωθεί... Το σύρσιμο της καρέκλας = το σύρσιμο αγκιστριού πάνω στο δέρμα, το άγγιγμα και η έλξη = το μεταλλικό, αηδιαστικό ψιθύρισμα της μοναξιάς μου, οι διάλογοι και η απαγγελία = οι συνεχείς φωνές που με σκαλίζουν και με πλάθουν αηδιαστικά τέλειο.
Πάντα έτσι είναι. Και όταν ακούς πλέον τα χνάρια της σκουριάς να σέρνονται απο πίσω, αυξάνεις ταχύτητα και δεν τολμάς να κοιτάξεις πίσω - γιατί ξέρεις οτι θα δείς αυτά που σε κυνηγάνε, που τα βάζεις εσύ ο ίδιος να καραδοκούν πίσω απο εκεί που ξέρεις, και πρίν στρίψεις στην αναπόφευκτη γωνία που σε περιμένουν νιώθεις ήδη τις ανάσες τους στην φάτσα σου που παλεύει να κοιτά σε άλλη κατεύθυνση.
Πάντα έτσι είναι. Ο τρόμος του να αφήνεις, ελεύθερα, γιατί λές πώς φοβάσαι για να την πάρτη του, αλλά στην πραγματικότητα μόνο για την πάρτη σου σκέφτεσαι γιατί φοβάσαι να μείνεις χωρίς αυτό και την αλλαγή που θα έρθει. ("-What was that word that lets you know time is happening? -Change. -Oh. I was afraid of that.") Φοβόμαστε κάθε αλλαγή, φοβόμαστε να χάσουμε πράγματα μοναδικά που αγαπάμε, και εν τέλει ίσως για αυτό και να τα χάνουμε.
Ψάχνω και ελπίζω να βρώ την δύναμη να αφήσω οριστικά και με αγάπη όσα είναι να αφήσω και όσα θα αναγκαστώ να αφήσω. Και αν ποτέ έκανα ο,τιδήποτε σε κάποιον, ασήμαντο ή σημαντικό, λυπηρό ή κακό, ζητώ συγνώμη, δεν το ήθελα. Ό,τι υπάρχει στην καρδιά μου και το αγαπώ δεν αλλάζει και αφήνει πάντα εκεί ό,τι πιο όμορφο μου δώθηκε απο αυτό, και μακάρι να μπορούσα να δώσω με κάποια αίσθηση, οπτική, ακουστική, οποιαδήποτε αυτό που νιώθω - αν υπάρχει και αν υπήρξε ποτέ.
Πάντα έτσι είναι. Μένει ένα χαμόγελο αχνό που παλεύεις και ορκίζεσαι οτι είναι αληθινό και απο μέσα σου, και θα έκανες τα πάντα για να το αποδείξεις, για εσένα μάλλον εν τέλει περισσότερο απο ο,τι για τους άλλους. Είναι αλήθεια, είναι αλήθεια, είναι αλήθεια, είναι...... ψυχαναγκαστικές σκέψεις με γεμίζουν και δεν με αφήνουν να κοιτάξω αυτό που βλέπω μπροστά μου, είμαι σε άλλον κόσμο και ακούω κάθε λέξη της παράστασης, που κρύβει απο πίσω άλλη μια λέξη που λέει μια άλλη ιστορία παράλληλα, την δικιά μου, κάθε κίνηση αποκαλύπτει μια άλλη κίνηση που ξέρω, που γνωρίζω βασανιστικά καλά, εγώ την ανάγκασα να βγεί και να φανερωθεί... Το σύρσιμο της καρέκλας = το σύρσιμο αγκιστριού πάνω στο δέρμα, το άγγιγμα και η έλξη = το μεταλλικό, αηδιαστικό ψιθύρισμα της μοναξιάς μου, οι διάλογοι και η απαγγελία = οι συνεχείς φωνές που με σκαλίζουν και με πλάθουν αηδιαστικά τέλειο.
Πάντα έτσι είναι. Και όταν ακούς πλέον τα χνάρια της σκουριάς να σέρνονται απο πίσω, αυξάνεις ταχύτητα και δεν τολμάς να κοιτάξεις πίσω - γιατί ξέρεις οτι θα δείς αυτά που σε κυνηγάνε, που τα βάζεις εσύ ο ίδιος να καραδοκούν πίσω απο εκεί που ξέρεις, και πρίν στρίψεις στην αναπόφευκτη γωνία που σε περιμένουν νιώθεις ήδη τις ανάσες τους στην φάτσα σου που παλεύει να κοιτά σε άλλη κατεύθυνση.
Πάντα έτσι είναι. Ο τρόμος του να αφήνεις, ελεύθερα, γιατί λές πώς φοβάσαι για να την πάρτη του, αλλά στην πραγματικότητα μόνο για την πάρτη σου σκέφτεσαι γιατί φοβάσαι να μείνεις χωρίς αυτό και την αλλαγή που θα έρθει. ("-What was that word that lets you know time is happening? -Change. -Oh. I was afraid of that.") Φοβόμαστε κάθε αλλαγή, φοβόμαστε να χάσουμε πράγματα μοναδικά που αγαπάμε, και εν τέλει ίσως για αυτό και να τα χάνουμε.
Ψάχνω και ελπίζω να βρώ την δύναμη να αφήσω οριστικά και με αγάπη όσα είναι να αφήσω και όσα θα αναγκαστώ να αφήσω. Και αν ποτέ έκανα ο,τιδήποτε σε κάποιον, ασήμαντο ή σημαντικό, λυπηρό ή κακό, ζητώ συγνώμη, δεν το ήθελα. Ό,τι υπάρχει στην καρδιά μου και το αγαπώ δεν αλλάζει και αφήνει πάντα εκεί ό,τι πιο όμορφο μου δώθηκε απο αυτό, και μακάρι να μπορούσα να δώσω με κάποια αίσθηση, οπτική, ακουστική, οποιαδήποτε αυτό που νιώθω - αν υπάρχει και αν υπήρξε ποτέ.
Saturday, March 15, 2008
Dreamstream
Χθές το βράδυ ονειρεύτηκα πολλά, έναν πανικό απο πρόσωπα, πληροφορίες, αναμνήσεις, θέλω, απορίες και φλεγόμενες εμμονές. Και όπως πάντα, ελάχιστα έμειναν, μόνο η ηχώ απο τους οπτικούς θορύβους που άφησαν αποτυπωμένους σε χαρτιά που πασχίζω να μαζέψω και βρίσκω περπατώντας ξύπνιος.
Πάντα έτσι θυμάμαι τα θραύσματα, περπατώντας, να άλλος ένας λόγος.
Ονειρεύτηκα πως βρήκα το όνειρο που αποθηκεύονται ή εμείς αντλούμε τις μελωδίες που ακούμε όταν κοιμόμαστε και μετά τις ξεχνάμε... Λάθος, ονειρεύτηκα τον λόγο που τις ακούμε, νομίζω πως είχε σχέση με το οτι τις παίρνουμε απο κάπου απο εκεί μέσα, και γιατί τις ξεχνάς μετά, έμαθα ακόμα και πώς να μην τις ξεχάσεις. Αλλά το ξέχασα. Άνθρωποι που περνούσαν απο μπροστά μου και μιλούσαμε, περίεργες λεωφόρους και δωμάτια, πόλεις με κτίρια που αν έμπαινες μέσα τους εισχωρούσες σε μια ιστορία και ποιός ξέρει πώς έβγαινες μετά. Ένα λεωφορείο με έβγαλε καταλάθος σε ένα ξένο και απόμερο μέρος, και με οδήγησαν συμπτώσεις σε συναπαντήματα και σε ασπρόμαυρα γεγονότα, περαστικές μαύρες μορφές διέσχισαν βιαστικά τοίχους και έστριψαν γωνίες, και ονόματα οδών με κυνηγούσαν κρατώντας με αιχμάλωτο σε ένα σύστημα δρόμων, με δόλωμα ένα πάρκο στην μέση του πουθενά, κάνοντας αέναο παιχνίδι με τις αναμνήσεις μου, την ανάσα μου, τον προσανατολισμό μου και αφού έτρεχα για ώρα μια χαμένη και ξεχασμένη σκουριασμένη παιδική χαρά με απείλησε λίγο πρίν εγκαταλείψω τα ξεγελασμένα σοκάκια. Ή συνέβησαν στα αλήθεια αυτά? Πώς έφτασα εδώ και γράφω? Πώς τα θυμάμαι όλα αυτά?
Ο Lustmord να ψιθυρίζει ήχους και μυστικά υπογείων, τα φώτα κλειστά και ένα σωρό υποχρεώσεις, τηλέφωνα, υπενθυμίσεις, πίκρες. Δε γαμιέται συνεχίζω. Αντηχώ σε ένα σακάκι απο πετούνιες στην μέση του πουθενά, και ήθελα δεν ήθελα, ξαναγύρισα σε αυτό. Ξέρω πώς φτιάχνονται οι ρόγες ποδηλάτου, απο ακαταληψίες όπως αυτές, και ας φροντίσω η μοίρα μου τουλάχιστον να με ευλογεί για αυτά τα λάθη/λάδια, όπως τέλος πάντων τα λένε οι νέοι σήμερα. Μάλλον θα προσπαθήσω να γεμίσω και να χορτάσω την ανάγκη μου για το αδιανόητο λίγο πιο ηχηρά:
123, άφησε με να μπώ μέσα, μητέρα, γέλιο, G7, Κωνσταντινουπόλεως, ευχαριστώ ό,τι και αν είστε, αδιέξοδο, proletariaticum, Thibaut De Castries, νυχτοπαρωρίτες, ακαταληψίες, Αλίκη, συμπτώσεις, αδιέξοδο, οπτική μόλυνση, πινακίδες, παραμόρφωση, λέπρα, εξαφάνιση, αηδία, ιδιοφυία, Τ., υποκειμενικότητα εμπειριών, αναδρομική νοθεία, διαφορά τιμών, διασπορά, hollow point, πυρηνικό ολοκαύτωμα, μεταπληροφορία, λίστες, σουπερμάρκετ, ουρές, μετάλλαξη, mainstream, walkstream, φάση έχει.
Πάντα έτσι θυμάμαι τα θραύσματα, περπατώντας, να άλλος ένας λόγος.
Ονειρεύτηκα πως βρήκα το όνειρο που αποθηκεύονται ή εμείς αντλούμε τις μελωδίες που ακούμε όταν κοιμόμαστε και μετά τις ξεχνάμε... Λάθος, ονειρεύτηκα τον λόγο που τις ακούμε, νομίζω πως είχε σχέση με το οτι τις παίρνουμε απο κάπου απο εκεί μέσα, και γιατί τις ξεχνάς μετά, έμαθα ακόμα και πώς να μην τις ξεχάσεις. Αλλά το ξέχασα. Άνθρωποι που περνούσαν απο μπροστά μου και μιλούσαμε, περίεργες λεωφόρους και δωμάτια, πόλεις με κτίρια που αν έμπαινες μέσα τους εισχωρούσες σε μια ιστορία και ποιός ξέρει πώς έβγαινες μετά. Ένα λεωφορείο με έβγαλε καταλάθος σε ένα ξένο και απόμερο μέρος, και με οδήγησαν συμπτώσεις σε συναπαντήματα και σε ασπρόμαυρα γεγονότα, περαστικές μαύρες μορφές διέσχισαν βιαστικά τοίχους και έστριψαν γωνίες, και ονόματα οδών με κυνηγούσαν κρατώντας με αιχμάλωτο σε ένα σύστημα δρόμων, με δόλωμα ένα πάρκο στην μέση του πουθενά, κάνοντας αέναο παιχνίδι με τις αναμνήσεις μου, την ανάσα μου, τον προσανατολισμό μου και αφού έτρεχα για ώρα μια χαμένη και ξεχασμένη σκουριασμένη παιδική χαρά με απείλησε λίγο πρίν εγκαταλείψω τα ξεγελασμένα σοκάκια. Ή συνέβησαν στα αλήθεια αυτά? Πώς έφτασα εδώ και γράφω? Πώς τα θυμάμαι όλα αυτά?
Ο Lustmord να ψιθυρίζει ήχους και μυστικά υπογείων, τα φώτα κλειστά και ένα σωρό υποχρεώσεις, τηλέφωνα, υπενθυμίσεις, πίκρες. Δε γαμιέται συνεχίζω. Αντηχώ σε ένα σακάκι απο πετούνιες στην μέση του πουθενά, και ήθελα δεν ήθελα, ξαναγύρισα σε αυτό. Ξέρω πώς φτιάχνονται οι ρόγες ποδηλάτου, απο ακαταληψίες όπως αυτές, και ας φροντίσω η μοίρα μου τουλάχιστον να με ευλογεί για αυτά τα λάθη/λάδια, όπως τέλος πάντων τα λένε οι νέοι σήμερα. Μάλλον θα προσπαθήσω να γεμίσω και να χορτάσω την ανάγκη μου για το αδιανόητο λίγο πιο ηχηρά:
123, άφησε με να μπώ μέσα, μητέρα, γέλιο, G7, Κωνσταντινουπόλεως, ευχαριστώ ό,τι και αν είστε, αδιέξοδο, proletariaticum, Thibaut De Castries, νυχτοπαρωρίτες, ακαταληψίες, Αλίκη, συμπτώσεις, αδιέξοδο, οπτική μόλυνση, πινακίδες, παραμόρφωση, λέπρα, εξαφάνιση, αηδία, ιδιοφυία, Τ., υποκειμενικότητα εμπειριών, αναδρομική νοθεία, διαφορά τιμών, διασπορά, hollow point, πυρηνικό ολοκαύτωμα, μεταπληροφορία, λίστες, σουπερμάρκετ, ουρές, μετάλλαξη, mainstream, walkstream, φάση έχει.
Sunday, February 17, 2008
All is Violent, All is Bright
Αυτή την στιγμή... δεν νομίζω οτι περιγράφεται εύκολα η εικόνα έξω. Δεν ξέρω αν μπορώ να μεταφέρω ικανοποιητικά έστω αυτό που βιώνω, το αφήνω περισσότερο ώς έναν φόρο τιμής.
Βιώνω την απόλυτη αντίθεση εικόνας - ήχου, και είναι πανέμορφο, με αφήνει άναυδο, ίσα που τολμώ να αναπνέω... Γιατί ο ουρανός ρίχνει τόνους χιόνι, με τον πιο ήρεμο, άηχο, αρμονικό τρόπο που μπορούσε να το κάνει... Παράλληλα, τα φώτα μοιάζουν δυνατότερα απο την ανάκλαση του άσπρου, και όλα φωτίζονται λίγο παραπάνω απο το κανονικό, δεν μοιάζει με νύχτα, ούτε με μέρα, είναι κάτι απίστευτα γλυκό ανάμεσα. Ένω δισεκατομμύρια κρυστάλλων πάγου διασκορπίζονται παντού (το έστρωσε μέσα σε μερικά λεπτά ακόμα και στην άσφαλτο απο κάτω) το μόνο που ακούγεται είναι το ελαφρύ, απαλό θρόισμα των φύλλων απο τον άνεμο, που δεν έχει καμία σχέση με το επιθετικό βουητό του δυνατού αέρα. Και ούτε περαστικός, ούτε μακρινό μηχανάκι ή αμάξι τολμούν να παραβιάσουν την απόλυτη ησυχία, σαν να σταμάτησαν όλα και να σκάλωσαν κοιτώντας το θέαμα, σαν να πάτησε κάποιος mute στο κλασικό υποτονικό ηχοτοπίο των 3 η ώρα το πρωί. Και εγώ απλά δεν χορταίνω να στέκομαι στο μπαλκόνι και να απολαμβάνω αυτό που ζώ, και μακάρι να το βίωσε οποιοσδήποτε άλλος, αυτήν την στιγμή, αυτήν την ηρεμία, την γαλήνη, την φωτεινότητα. Είναι απλά.... Πανέμορφο.
Ιερή σιωπή.
Βιώνω την απόλυτη αντίθεση εικόνας - ήχου, και είναι πανέμορφο, με αφήνει άναυδο, ίσα που τολμώ να αναπνέω... Γιατί ο ουρανός ρίχνει τόνους χιόνι, με τον πιο ήρεμο, άηχο, αρμονικό τρόπο που μπορούσε να το κάνει... Παράλληλα, τα φώτα μοιάζουν δυνατότερα απο την ανάκλαση του άσπρου, και όλα φωτίζονται λίγο παραπάνω απο το κανονικό, δεν μοιάζει με νύχτα, ούτε με μέρα, είναι κάτι απίστευτα γλυκό ανάμεσα. Ένω δισεκατομμύρια κρυστάλλων πάγου διασκορπίζονται παντού (το έστρωσε μέσα σε μερικά λεπτά ακόμα και στην άσφαλτο απο κάτω) το μόνο που ακούγεται είναι το ελαφρύ, απαλό θρόισμα των φύλλων απο τον άνεμο, που δεν έχει καμία σχέση με το επιθετικό βουητό του δυνατού αέρα. Και ούτε περαστικός, ούτε μακρινό μηχανάκι ή αμάξι τολμούν να παραβιάσουν την απόλυτη ησυχία, σαν να σταμάτησαν όλα και να σκάλωσαν κοιτώντας το θέαμα, σαν να πάτησε κάποιος mute στο κλασικό υποτονικό ηχοτοπίο των 3 η ώρα το πρωί. Και εγώ απλά δεν χορταίνω να στέκομαι στο μπαλκόνι και να απολαμβάνω αυτό που ζώ, και μακάρι να το βίωσε οποιοσδήποτε άλλος, αυτήν την στιγμή, αυτήν την ηρεμία, την γαλήνη, την φωτεινότητα. Είναι απλά.... Πανέμορφο.
Ιερή σιωπή.
Sunday, February 3, 2008
Ρακοσυλλέκτες
Δεν ξέρω.... Είναι στιγμές που έχω την εντύπωση πως μόνο εγώ ενθουσιάζομαι, μόνο εγώ νιώθω εδώ γύρω. Είναι στιγμές που το μόνο που βλέπω στους άλλους είναι μια τεράστια τρύπα στην καρδιά, την οποία αρνούνται να κλείσουν. Και δεν αντέχω. Είναι στιγμές που ανακαλύπτω πως σιγά σιγά, ύπουλα, δεν νιώθω και εγώ. Νιώθω απλά... Άδειος. Άδειος, περιτριγυρισμένος απο άδεια σώματα. Και με τρελαίνει, θέλω να ξεσκίσω τα πάντα και να ουρλιάξω "ΝΙΩΣΤΕ" θέλω να νιώσω, θέλω να νιώσω ο,τιδήποτε, θυμό, παράφορο έρωτα, απλά την πιο ειλικρινή χαρά. Και μερικές φορές νιώθω, και αμέσως κοιτάω γύρω μου και μου φεύγει, γιατί έχω την εντύπωση πως κανείς δεν είναι εκεί που είναι το σώμα του εκείνη την ώρα. Θέλω να μπορώ να σηκωθώ να χοροπηδήξω σαν μαλακισμένο όπως κάναμε πρίν τόσο, μα τόσο λίγο γαμώτο καιρό (μιλάω κυριολεκτικά, εννοώ αυτό το καλοκαίρι) και ξαφνικά ανακαλύπτω οτι το μόνο που θέλουν όλοι είναι την ησυχία τους. Δεν αντέχω. Δεν αντέχω να είμαι τσακωμένος με άτομα που αγαπώ (με οποιαδήποτε άτομα εδώ που τα λέμε) δεν αντέχω τις παρεξηγήσεις, δεν αντέχω το να βλέπω χαμένους ανθρώπους, κατεστραμμένες σχέσεις (οποιουδήποτε είδους) επειδή υπάρχει έλλειψη συννενόησης, επικοινωνίας, αυτοσυγχώρεσης και αυτοκριτικής. Δεν αντέχω άλλο να είμαι απο τα ελάχιστα άτομα που πρώτα να γυρίζουν και να βλέπουν τα δικά τους λάθη και όχι των άλλων. Δεν έχω πρόβλημα με κανέναν. Το μόνο που θέλω είναι να είναι οι άνθρωποι γύρω μου χαρούμενοι, δεν θέλησα ποτέ, έτρεμα πάντα στην σκέψη να πληγώσω. Δεν αντέχω άλλες πληγές, αρκετές οι δικές μου αρκετές αυτές που κουβαλάνε όλοι.
Πάλι γυρίζω σπίτι ύστερα απο μια αποτυχημένη πρόβα που ειλικρινά έχω την εντύπωση οτι κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας και αντί να κάτσω να διαβάσω απλά θα ανοίξω τον υπολογιστή, θα χαζέψω λίγο και θα παίξω 1 - 2 DotΑ. Πάλι θα ξεχάσω αυτά τα δημιουργικά που ήθελα να κάνω και να σκεφτώ, πάλι θα βαριέμαι να πιάσω ένα βιβλίο να ξεφύγω, πάλι θα βαριέμαι να παίξω μπάσο, πάλι θα βαριέμαι. Φοβάμαι την βαρεμάρα. Είναι δηλητήριο. Δεν βαριόμουν να κάνω πράγματα ποτέ σχεδόν. Πραγματικά, είναι κάτι που σιχαίνομαι. Είναι κάτι το οποίο ποτέ δεν κατάλαβα στον "έλληνα φοιτητή". Είναι κάτι που δεν νιώθω υπό κανονικές συνθήκες. Περπατήστε γαμώτο, είμαστε 18 χρονών, οι δρόμοι ανήκουν στους οιδιπόρους, στους ταξιδευτές και όλα είναι δρόμος, τα πάντα μπορούν να μας ανήκουν. Χαμογελάστε, γαμώτο είμαστε 18 χρονών, σκατά στον τάφο μας αν απο τώρα έχουμε μάτια σβηστά. Θέλω πολλά πράγματα, και απλά δεν μπορώ να αναγκάσω τον εαυτό μου να σηκωθεί να τα ζητήσει και να τα πάρει. Είναι απλό. Μπορείς, μπορώ να κάνω τα πάντα. Αλήθεια, το πιστεύω. Γιατί έχουμε μάτια σβηστά? Σκατά. Εμείς φταίμε, κανένας άλλος, εμείς επιμένουμε να μην εντυπωσιαζόμαστε, να μην ενθουσιαζόμαστε, να μην νιώθουμε. Ναί ρε πούστη μου πονάει. Αλλά κάποια πράγματα δεν γίνονται σύστημα, δεν λύνονται παρατώντας τα και με παράπονα που συμβαίνουν σε μας και όχι στους άλλους ή με την υπόνοια αυτού (αν είναι δυνατόν, εμείς είμαστε οι υπερ-κωλόφαρδοι που έχουμε κάποιες στοιχειώδεις ευκαιρίες), κάποια πράγματα και πάνω απο όλα ο εαυτός του καθενός είναι αυτά τα οποία ξεπερνιούνται και αναγκαζόμαστε να τα ξεπερνάμε. Γιατί απλούστατα, δεν βγαίνει με κανέναν άλλον τρόπο, δεν σκοτώνεται αυτό που σε τρώει, είναι μέσα σου. Εσύ έχεις το πρόβλημα. Εγώ έχω το πρόβλημα. Όχι ο άλλος.
Παραληρώ λιγάκι. Είναι πολλά πράγματα που θέλω να βγάλω και πρέπει να τηρηθεί μια στοιχειώδης σκέψη. Δεν ξέρω. Φοβάμαι πολλά πράγματα. Έχει κανείς παρατηρήσει την "σοβαρότητα" και μουντάδα που κυριαρχεί στα μέσα συγκοινωνίας? Λές και απαγορεύεται να χαμογελάς, να έχεις χρώμα. Δεν είναι θέμα μεγάλου μικρού, είναι λες και φοβούνται όλοι να δείξουν τον εαυτό τους, ντρέπονται οτι θα τους πιάσεις σε στιγμή αδυναμίας στην οποία θα σκεφτούν κάτι αστείο, θα χαρούν με κάτι και γενικά στην οποία θα φανεί οτι είναι άνθρωποι με ζωή. Που σκατά πάνε όλοι? Κυρίως: Γιατί πάνε?
Ηρέμησα λίγο. Αλλά δεν μπορώ, οι τελευταίες μου εβδομάδες είναι τραγικά γκρίζες, λες και όλοι σοβάρεψαν. Τελείωσαν διακοπές, ξεκίνησαν εξεταστική, φροντιστήρια, τρεχάματα. Και λοιπόν? Χαμογελάστε γαμώτο, αληθινά και βαθειά, κοιτώντας στα μάτια, θα ξεχάσετε πως γίνεται, θα ατροφήσουν οι μύες. Δεν σας τα λένε στα γυμναστήρια?... Σκατά.
Πάλι γυρίζω σπίτι ύστερα απο μια αποτυχημένη πρόβα που ειλικρινά έχω την εντύπωση οτι κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας και αντί να κάτσω να διαβάσω απλά θα ανοίξω τον υπολογιστή, θα χαζέψω λίγο και θα παίξω 1 - 2 DotΑ. Πάλι θα ξεχάσω αυτά τα δημιουργικά που ήθελα να κάνω και να σκεφτώ, πάλι θα βαριέμαι να πιάσω ένα βιβλίο να ξεφύγω, πάλι θα βαριέμαι να παίξω μπάσο, πάλι θα βαριέμαι. Φοβάμαι την βαρεμάρα. Είναι δηλητήριο. Δεν βαριόμουν να κάνω πράγματα ποτέ σχεδόν. Πραγματικά, είναι κάτι που σιχαίνομαι. Είναι κάτι το οποίο ποτέ δεν κατάλαβα στον "έλληνα φοιτητή". Είναι κάτι που δεν νιώθω υπό κανονικές συνθήκες. Περπατήστε γαμώτο, είμαστε 18 χρονών, οι δρόμοι ανήκουν στους οιδιπόρους, στους ταξιδευτές και όλα είναι δρόμος, τα πάντα μπορούν να μας ανήκουν. Χαμογελάστε, γαμώτο είμαστε 18 χρονών, σκατά στον τάφο μας αν απο τώρα έχουμε μάτια σβηστά. Θέλω πολλά πράγματα, και απλά δεν μπορώ να αναγκάσω τον εαυτό μου να σηκωθεί να τα ζητήσει και να τα πάρει. Είναι απλό. Μπορείς, μπορώ να κάνω τα πάντα. Αλήθεια, το πιστεύω. Γιατί έχουμε μάτια σβηστά? Σκατά. Εμείς φταίμε, κανένας άλλος, εμείς επιμένουμε να μην εντυπωσιαζόμαστε, να μην ενθουσιαζόμαστε, να μην νιώθουμε. Ναί ρε πούστη μου πονάει. Αλλά κάποια πράγματα δεν γίνονται σύστημα, δεν λύνονται παρατώντας τα και με παράπονα που συμβαίνουν σε μας και όχι στους άλλους ή με την υπόνοια αυτού (αν είναι δυνατόν, εμείς είμαστε οι υπερ-κωλόφαρδοι που έχουμε κάποιες στοιχειώδεις ευκαιρίες), κάποια πράγματα και πάνω απο όλα ο εαυτός του καθενός είναι αυτά τα οποία ξεπερνιούνται και αναγκαζόμαστε να τα ξεπερνάμε. Γιατί απλούστατα, δεν βγαίνει με κανέναν άλλον τρόπο, δεν σκοτώνεται αυτό που σε τρώει, είναι μέσα σου. Εσύ έχεις το πρόβλημα. Εγώ έχω το πρόβλημα. Όχι ο άλλος.
Παραληρώ λιγάκι. Είναι πολλά πράγματα που θέλω να βγάλω και πρέπει να τηρηθεί μια στοιχειώδης σκέψη. Δεν ξέρω. Φοβάμαι πολλά πράγματα. Έχει κανείς παρατηρήσει την "σοβαρότητα" και μουντάδα που κυριαρχεί στα μέσα συγκοινωνίας? Λές και απαγορεύεται να χαμογελάς, να έχεις χρώμα. Δεν είναι θέμα μεγάλου μικρού, είναι λες και φοβούνται όλοι να δείξουν τον εαυτό τους, ντρέπονται οτι θα τους πιάσεις σε στιγμή αδυναμίας στην οποία θα σκεφτούν κάτι αστείο, θα χαρούν με κάτι και γενικά στην οποία θα φανεί οτι είναι άνθρωποι με ζωή. Που σκατά πάνε όλοι? Κυρίως: Γιατί πάνε?
Ηρέμησα λίγο. Αλλά δεν μπορώ, οι τελευταίες μου εβδομάδες είναι τραγικά γκρίζες, λες και όλοι σοβάρεψαν. Τελείωσαν διακοπές, ξεκίνησαν εξεταστική, φροντιστήρια, τρεχάματα. Και λοιπόν? Χαμογελάστε γαμώτο, αληθινά και βαθειά, κοιτώντας στα μάτια, θα ξεχάσετε πως γίνεται, θα ατροφήσουν οι μύες. Δεν σας τα λένε στα γυμναστήρια?... Σκατά.
Sunday, January 13, 2008
How to Disappear Completely
Walkstream
Περπατώ. Συνέχεια. Έτσι απλά, περπατώ και δεν ξέρω γιατί. Ούτε ξέρω που πάω. Απο την μια με στοιχειώνει η εικόνα εκείνου του εγκατελειμμένου σπιτιού στην μέση του πουθενά, μέσα στο δάσος δίπλα απο εκείνη την απέραντη κοιλάδα και τα βουνά. Χαμένο. Ξεχασμένο. Τελικά όμως είναι αυτό ο προορισμός? Δεν ξέρω. Θα ζούσα εκεί για κάποιον καιρό νομίζω. Ίσως και για μερικά χρόνια, περιμένοντας να με επισκεφθεί κάποιος φίλος απο τις σκονισμένες αναμνήσεις μου. Ίσως και να μην περίμενα κανέναν. Μια μέρα όμως θα τα μάζευα, θα άφηνα ένα σημείωμα με όμορφα λόγια στον επόμενο ημι/συν-ιδιοκτήτη ταξιδευτή και θα ξέφευγα πάλι. Do do 23 skidoo, έτσι απλα. Περπατώ.
Είναι οι σκέψεις που με γεμίζουν, με λυπούν, με ηρεμούν και με χαροποιούν, μου κάνουν συντροφιά δημιουργώντας φανταστικούς φίλους για έναν φανταστικό, τέλειο Ηρακλή, με ταξιδεύουν, μου θυμίζουν, μου ψιθυρίζουν. Είναι η μουσική που ακούω, συμβατική ή αντισυμβατική, με συμβατικό ή μη τρόπο, που σιγομουρμουράω, που τραγουδάω φωναχτά, που ακούω στο κεφάλι μου, που με κυλάει, ένα μόνιμο soundtrack για μια ταινία που ποτέ δεν θα γυριστεί και θα υπάρχει για πάντα μέσα μου, ένα ατελείωτο, ωμό συνοθύλλευμα απο cuts και σκηνές, απο συνειρμούς που δεν τελειώνουν, απο ηθοποιούς που δεν ξέρουν οτι παίζουν ρόλο, με σεναριογράφο την συγχρονικότητα και σκηνοθέτη το χάος. Δεν ξέρω τι είναι τελικά. Απλά ρέω σε έναν χείμμαρο που με πάει όπου διαλέγουν οι συμπτώσεις και μερικές φορές και εγώ.
Πάντα όμως αντιφάσκω. Πολύ. Θέλω να με ξεχάσουν όλοι, να μην ανησυχήσει, να μην νοιαστεί κανείς. Ταυτόχρονα θέλω κάποιος να με θυμηθεί, να με βρεί, να κάτσουμε και να μιλήσουμε. Θέλω να είμαι μόνος (μέχρι τώρα πάντα περπατώ μόνος, χωρίς απαραίτητα να είναι απο δική μου θέληση), αλλά και θέλω τόσο πολύ κάποιο άτομο δίπλα μου, να βλέπουμε μαζί αυτά που λίγοι θα παρατηρήσουν και θα ζήσουν έτσι, θέλω κάποιο πρόσωπο να περπατώ μαζί και ενίοτε να αποχαιρετιόμαστε, για να συναντηθούμε αργότερα και να διηγηθούμε με φλόγες στα μάτια τι είδαμε και τί ζήσαμε, τι ακούσαμε και τι μυρίσαμε και να ξεκουραστούμε τυλιγμένοι απο την γλυκειά μελαγχολία που θα μας καταβάλλει, σε κάθε άτομο του σώματός μέχρι τελικά να καθαρίσουν και να εξαγνιστούν όλα, και να σηκωθούμε για να πάμε για το επόμενο ταξίδι. Θέλω να εξαφανιστώ, και ταυτόχρονα θέλω να μείνω με τόσα πρόσωπα που αγαπώ με όλη μου την καρδιά. Θέλω να είμαι μοναχικός αλλά και πάντα είμαι κοινωνικός και επικοινωνιακός. Θέλω να κάνω κάτι τόσο προσωπικό και εγωιστικό, και ταυτόχρονα θέλω να στηρίζω και να είμαι εκεί για τόσους.
Θέλω εν μέρει να ξεφύγω απο την ήρεμη αποπνικτικότητα της πόλης, και να δώ εκείνο το λατρεμένο τοπίο που κυλάει όταν ταξιδεύεις. Αυτή δεν θέλει να φύγεις, σε γραπώνει στα χέρια της, γεμάτα μύθους, με φώτα και αναμνήσεις και όνειρα ανθρώπων και όντων και σε κρατά στο χώμα, στα κτίρια, στην άσφαλτό της. Βασικά όσο και να υποθέτω ξέρω μόνο αυτό: θέλω να ξεφύγω απο κάτι που δεν είμαι εντελώς σίγουρος τι είναι. Μπορεί να είναι μια μορφή παράνοιας. Είναι εκείνο το αίσθημα όταν ακούς Ξύλινα Σπαθιά και τους προσωπικούς του Παυλίδη και απλά θες να σηκωθείς και να φύγεις, να πάς μακριά, και να βρείς περίεργες χώρες και περίεργους ανθρώπους.
"...They Don't Sleep Anymore on the Beach..."
Η παραλία είναι ήσυχη. Είναι χειμώνας και δεν είναι κάν νομίζω παραλία για μπάνιο. Η μια μεριά βλέπει τα πρασινομπλέ νερά της "Μούτελης", η άλλη απέναντι σε νερά άγνωστα που φτάνουν σε μια επίσης άγνωστη πόλη. Το μακρινό βουητό των αμαξιών αφήνει εκείνο το ανεπανάληπτο, μουντό, ambient στοιχείο που αφήνουν τα τζιτζίκια τα καλοκαιρινά μεσημέρια και τα περαστικά μηχανάκια και ο αέρας στα δέντρα τις νύχτες. Ανακλάσεις χρωμάτων απο φώτα πάνω στην θάλασσα με κάνουν να στραφώ προς την πηγή τους, η πόλη που στέκει σαν μικρογραφία, και δημιουργεί ένα μωσαϊκό χρωμάτων στα οποία ίσα που διακρίνονται γνώριμα στοιχεία.
Προσπέρασα πρίν το κάστρο, με την τάφρο να υπάρχει ακόμα, γεμάτη με μαύρα βαλτόνερα και καλαμιές, και φάνηκε απίστευτα μοναχικό και... Δεν υπάρχει ακριβώς λέξη, εκείνο το συναίσθημα/εντύπωση που σου αφήνουν τα μέρη και ιδιαίτερα τα κτίρια που είναι απο άλλη εποχή και μισογκρεμισμένα στέκουν, μια παραφωνία μπροστά στο παρόν, που σε μεταφέρει στα κλισέ των ταινιών που δείχνουν άλλες εποχές, και αφήνει μια ξεραΐλα στο στόμα, σαν να ανταποκρίνεται η γεύση σου στην σιγή και όμορφη νεκράδα που αποπνέει το σκηνικό. Εκεί μπήκε το Sleep των Godspeed You! Black Emperor που επαίζαν απο την στιγμή που ξεκίνησα την απόδραση, και ακούω την διήγηση-εισαγωγή που δεν θα μπορούσε να κολλάει καλύτερα στο τοπίο, όπως και η μουσική... O αέρας που χτυπά στα αυτιά μου ολοκληρώνει την μουσική και την ατμόσφαιρα.
Η άμμος είναι αρκετά αναπαυτική, δίπλα μια λιμνούλα με διαφανές βαλτόνερο και πάνω στο χαρτί κυλάει μετά απο πολύ, πολύ καιρό -ή έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται- η πένα (σ' ευχαριστώ, Σ. :) ). Οι Godspeed You! Black Emperor έχουν σταματήσει να παίζουν προσωρινά, και ενώ βραδιάζει και δυσκολεύομαι να γράψω, παρατηρώ στον ουρανό και ανακαλύπτω οτι οι πόλεις δημιουργούν μια τρίτη λάμψη, αυτή στα σύννεφα. Λές και τις τυλίγει απο πάνω ένας τεράστιος φωτεινός ιπτάμενος δίσκος, που αιωρείται σκοτεινά, με μουντά χρώματα και την νοθρώτητά του πάνω απο την έκταση τους. Βοηθάει και η σκοτεινάδα που έχει πλέον απλωθεί για τα καλά, μακριά απο την λεωφόρο, και οποιαδήποτε πηγή φωτός. Σιγά σιγά σηκώνομαι και παίρνω τον δρόμο του γυρισμού. Και νιώθω μόνος. Απαίσια μόνος. Και όμως, έζησα κάτι τόσο πανέμορφο, κάτι τόσο γλυκό και μελαγχολικό. Είναι απο εκείνες τις αντιφάσεις.
Περπατώ. Συνέχεια. Έτσι απλά, περπατώ και δεν ξέρω γιατί. Ούτε ξέρω που πάω. Απο την μια με στοιχειώνει η εικόνα εκείνου του εγκατελειμμένου σπιτιού στην μέση του πουθενά, μέσα στο δάσος δίπλα απο εκείνη την απέραντη κοιλάδα και τα βουνά. Χαμένο. Ξεχασμένο. Τελικά όμως είναι αυτό ο προορισμός? Δεν ξέρω. Θα ζούσα εκεί για κάποιον καιρό νομίζω. Ίσως και για μερικά χρόνια, περιμένοντας να με επισκεφθεί κάποιος φίλος απο τις σκονισμένες αναμνήσεις μου. Ίσως και να μην περίμενα κανέναν. Μια μέρα όμως θα τα μάζευα, θα άφηνα ένα σημείωμα με όμορφα λόγια στον επόμενο ημι/συν-ιδιοκτήτη ταξιδευτή και θα ξέφευγα πάλι. Do do 23 skidoo, έτσι απλα. Περπατώ.
Είναι οι σκέψεις που με γεμίζουν, με λυπούν, με ηρεμούν και με χαροποιούν, μου κάνουν συντροφιά δημιουργώντας φανταστικούς φίλους για έναν φανταστικό, τέλειο Ηρακλή, με ταξιδεύουν, μου θυμίζουν, μου ψιθυρίζουν. Είναι η μουσική που ακούω, συμβατική ή αντισυμβατική, με συμβατικό ή μη τρόπο, που σιγομουρμουράω, που τραγουδάω φωναχτά, που ακούω στο κεφάλι μου, που με κυλάει, ένα μόνιμο soundtrack για μια ταινία που ποτέ δεν θα γυριστεί και θα υπάρχει για πάντα μέσα μου, ένα ατελείωτο, ωμό συνοθύλλευμα απο cuts και σκηνές, απο συνειρμούς που δεν τελειώνουν, απο ηθοποιούς που δεν ξέρουν οτι παίζουν ρόλο, με σεναριογράφο την συγχρονικότητα και σκηνοθέτη το χάος. Δεν ξέρω τι είναι τελικά. Απλά ρέω σε έναν χείμμαρο που με πάει όπου διαλέγουν οι συμπτώσεις και μερικές φορές και εγώ.
Πάντα όμως αντιφάσκω. Πολύ. Θέλω να με ξεχάσουν όλοι, να μην ανησυχήσει, να μην νοιαστεί κανείς. Ταυτόχρονα θέλω κάποιος να με θυμηθεί, να με βρεί, να κάτσουμε και να μιλήσουμε. Θέλω να είμαι μόνος (μέχρι τώρα πάντα περπατώ μόνος, χωρίς απαραίτητα να είναι απο δική μου θέληση), αλλά και θέλω τόσο πολύ κάποιο άτομο δίπλα μου, να βλέπουμε μαζί αυτά που λίγοι θα παρατηρήσουν και θα ζήσουν έτσι, θέλω κάποιο πρόσωπο να περπατώ μαζί και ενίοτε να αποχαιρετιόμαστε, για να συναντηθούμε αργότερα και να διηγηθούμε με φλόγες στα μάτια τι είδαμε και τί ζήσαμε, τι ακούσαμε και τι μυρίσαμε και να ξεκουραστούμε τυλιγμένοι απο την γλυκειά μελαγχολία που θα μας καταβάλλει, σε κάθε άτομο του σώματός μέχρι τελικά να καθαρίσουν και να εξαγνιστούν όλα, και να σηκωθούμε για να πάμε για το επόμενο ταξίδι. Θέλω να εξαφανιστώ, και ταυτόχρονα θέλω να μείνω με τόσα πρόσωπα που αγαπώ με όλη μου την καρδιά. Θέλω να είμαι μοναχικός αλλά και πάντα είμαι κοινωνικός και επικοινωνιακός. Θέλω να κάνω κάτι τόσο προσωπικό και εγωιστικό, και ταυτόχρονα θέλω να στηρίζω και να είμαι εκεί για τόσους.
Θέλω εν μέρει να ξεφύγω απο την ήρεμη αποπνικτικότητα της πόλης, και να δώ εκείνο το λατρεμένο τοπίο που κυλάει όταν ταξιδεύεις. Αυτή δεν θέλει να φύγεις, σε γραπώνει στα χέρια της, γεμάτα μύθους, με φώτα και αναμνήσεις και όνειρα ανθρώπων και όντων και σε κρατά στο χώμα, στα κτίρια, στην άσφαλτό της. Βασικά όσο και να υποθέτω ξέρω μόνο αυτό: θέλω να ξεφύγω απο κάτι που δεν είμαι εντελώς σίγουρος τι είναι. Μπορεί να είναι μια μορφή παράνοιας. Είναι εκείνο το αίσθημα όταν ακούς Ξύλινα Σπαθιά και τους προσωπικούς του Παυλίδη και απλά θες να σηκωθείς και να φύγεις, να πάς μακριά, και να βρείς περίεργες χώρες και περίεργους ανθρώπους.
"...They Don't Sleep Anymore on the Beach..."
Η παραλία είναι ήσυχη. Είναι χειμώνας και δεν είναι κάν νομίζω παραλία για μπάνιο. Η μια μεριά βλέπει τα πρασινομπλέ νερά της "Μούτελης", η άλλη απέναντι σε νερά άγνωστα που φτάνουν σε μια επίσης άγνωστη πόλη. Το μακρινό βουητό των αμαξιών αφήνει εκείνο το ανεπανάληπτο, μουντό, ambient στοιχείο που αφήνουν τα τζιτζίκια τα καλοκαιρινά μεσημέρια και τα περαστικά μηχανάκια και ο αέρας στα δέντρα τις νύχτες. Ανακλάσεις χρωμάτων απο φώτα πάνω στην θάλασσα με κάνουν να στραφώ προς την πηγή τους, η πόλη που στέκει σαν μικρογραφία, και δημιουργεί ένα μωσαϊκό χρωμάτων στα οποία ίσα που διακρίνονται γνώριμα στοιχεία.
Προσπέρασα πρίν το κάστρο, με την τάφρο να υπάρχει ακόμα, γεμάτη με μαύρα βαλτόνερα και καλαμιές, και φάνηκε απίστευτα μοναχικό και... Δεν υπάρχει ακριβώς λέξη, εκείνο το συναίσθημα/εντύπωση που σου αφήνουν τα μέρη και ιδιαίτερα τα κτίρια που είναι απο άλλη εποχή και μισογκρεμισμένα στέκουν, μια παραφωνία μπροστά στο παρόν, που σε μεταφέρει στα κλισέ των ταινιών που δείχνουν άλλες εποχές, και αφήνει μια ξεραΐλα στο στόμα, σαν να ανταποκρίνεται η γεύση σου στην σιγή και όμορφη νεκράδα που αποπνέει το σκηνικό. Εκεί μπήκε το Sleep των Godspeed You! Black Emperor που επαίζαν απο την στιγμή που ξεκίνησα την απόδραση, και ακούω την διήγηση-εισαγωγή που δεν θα μπορούσε να κολλάει καλύτερα στο τοπίο, όπως και η μουσική... O αέρας που χτυπά στα αυτιά μου ολοκληρώνει την μουσική και την ατμόσφαιρα.
Η άμμος είναι αρκετά αναπαυτική, δίπλα μια λιμνούλα με διαφανές βαλτόνερο και πάνω στο χαρτί κυλάει μετά απο πολύ, πολύ καιρό -ή έτσι τουλάχιστον μου φαίνεται- η πένα (σ' ευχαριστώ, Σ. :) ). Οι Godspeed You! Black Emperor έχουν σταματήσει να παίζουν προσωρινά, και ενώ βραδιάζει και δυσκολεύομαι να γράψω, παρατηρώ στον ουρανό και ανακαλύπτω οτι οι πόλεις δημιουργούν μια τρίτη λάμψη, αυτή στα σύννεφα. Λές και τις τυλίγει απο πάνω ένας τεράστιος φωτεινός ιπτάμενος δίσκος, που αιωρείται σκοτεινά, με μουντά χρώματα και την νοθρώτητά του πάνω απο την έκταση τους. Βοηθάει και η σκοτεινάδα που έχει πλέον απλωθεί για τα καλά, μακριά απο την λεωφόρο, και οποιαδήποτε πηγή φωτός. Σιγά σιγά σηκώνομαι και παίρνω τον δρόμο του γυρισμού. Και νιώθω μόνος. Απαίσια μόνος. Και όμως, έζησα κάτι τόσο πανέμορφο, κάτι τόσο γλυκό και μελαγχολικό. Είναι απο εκείνες τις αντιφάσεις.
Subscribe to:
Posts (Atom)